μητροφόντης
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., E.Or.479,1587, Andr.999, Arist.Rh. 1405b22.
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1587 Andr. 1000.
Greek (Liddell-Scott)
μητροφόντης: ὁ, = μητροφόνος, Εὐρ. Ὀρ. 497, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. μητροφόνος.
Greek Monolingual
μητροφόντης, ὁ (Α)
μητροφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. ανδρο-φόντης, πατρο-φόντης.
Greek Monotonic
μητροφόντης: -ου, ὁ, = μητροφόνος, σε Ευρ.