περαιτέρω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

French (Bailly abrégé)

adv. au Cp.
1 plus loin ; fig. davantage : οὐδὲν ὅ τι ξυνέβη καὶ ἔτι περαιτέρω THC il arriva ce qui arrive d’ordinaire et même encore davantage ; avec un gén. au delà de;
2 abs. plus loin qu’il ne faut, trop loin.
Étymologie: περαῖος.

English (Thayer)

(πέραν) Ionic and epic περην, adv, from Homer down; the Sept. for עֵבֶר; beyond, on the other side;
a. τό πέραν, the region beyond, the opposite shore: Winer's Grammar, § 54,6): πέραν τῆς θαλάσσης, πέραν τοῦ Ιορδάνου, L T Tr WH); over, beyond) τό πέραν τῆς θαλάσσης, τοῦ Ιορδάνου, R G); τῆς λίμνης, τοῦ ποταμοῦ, Xenophon, an. 3,5, 2). (See Sophocles, Lexicon, under the word.)

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. (ως τοπ. και χρον.) πιο μακριά, πέρα από ένα σημείο τοπικό ή χρονικό
νεοελλ.
1. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περαιτέρω
όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα εφεξής («τα περαιτέρω θα τά μάθεις αργότερα»)
2. φρ. «το μη περαιτέρω» — το έσχατο όριο, το απροχώρητο («η ανοχή του έφτασε στο μη περαιτέρω»)
αρχ.
φρ. «περαιτέρω [τοῡ δέοντος] πεπραγμένα» — πράξεις που ξεπερνούν το πρέπον και το ορθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του επιρρ. πέρα, σχηματισμένος από το επίθ. περαῖος (πρβλ. παλαιός: παλαίτερος)].