σίκυος

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκῠος Medium diacritics: σίκυος Low diacritics: σίκυος Capitals: ΣΙΚΥΟΣ
Transliteration A: síkyos Transliteration B: sikyos Transliteration C: sikyos Beta Code: si/kuos

English (LSJ)

[ῐ] or σῐκῠός, ὁ (also σίκυς, ἡ, Alc.151, Dsc.2.135, Gal.19.89 (

   A s.v. βουβάλιος)), cucumber, Cucumis sativus, Ar.Ach.520, Pax 1001, Thphr.HP7.4.1, Diocl.Fr.49, al., PCair.Zen.176.4, al. (iii B.C.); σίκυς ἥμερος Dsc. l.c.; eaten unripe and raw, Hp.Vict.2.55; but also σ. πέπων, v. πέπων 1.2 (πέπων alone is condemned by Phryn.230); also called σ. σπερματίας, seeding, i.e. ripe cucumber, Cratin.136.    2 σ. ἄγριος squirting cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Nat.Mul.95, Mul.1.77, Thphr.HP9.15.6; also σίκυς ἄγριος Dsc.4.150.

German (Pape)

[Seite 881] oder σικυός, ὁ, auch σίκυς, ὁ, die gemeine Gurke, Ar. Pax 966 u. Folgde; Ath. oft; die unreif u. roh gegessen ward, dah. auch ὠμός; eine andere Art, die man nur reif aß, hieß σικύα, σίκυος σπερματίας u. σίκυος πέπων, auch allein πέπων, Sp., wie Strat. 39 (XII, 197); χνοάοντα, Philip. 20 (VI, 102); vgl. Lob. Phryn. 258 ff.

Greek (Liddell-Scott)

σίκυος: ἢ σικυός, ὁ, τὸ κοινὸν ἀγγούριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 520, Εἰρ. 1001· ἐσθιόμενον ἄωρον καὶ ὠμόν, Ἱππ. 360. 26· καλούμενον καὶ σίκυος ἄγριος, ὁ αὐτ. 584. 13., 623. 27· καὶ σίκυς, -υος, ὁ, Ἀλκαῖ. 144. Ἡ σικύα ἦτο διάφορος τὸ εἶδος καὶ ἐτρώγετο ὥριμος, = σίκυος σπερματίας, σίκυος πέπων, ἢ καὶ ἁπλῶς πέπων, πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σελ. 258 κἑξ. Τὸ Λατ. cucumis, περιλαμβάνει ἀμφότερα τὰ εἴδη… [σῐ- Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Πράξιλλα 1]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σικυός σπερματίας· ὃν ἡμεῖς μηλοπέπονα».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σικυός.

Greek Monolingual

και σικυός, ο, ΝΑ
1. η αγγουριά
2. ο καρπός της αγγουριάς, το αγγούρι
3. φρ. «σίκυος ο πέπων» — βλ. πέπων
αρχ.
φρ. α) «σίκυος σπερματίας» — ώριμο αγγούρι
β) «σίκυοςἄγριος» — το φυτό ελατήριο, η πικραγγουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σικύα, κατά τα αρσ. (βλ. λ. σικύα)].

Greek Monotonic

σίκῠος: ή σικῠός[ῐ], ὁ, αγγούρι, νεροκολοκύθα, πεπόνι, σε Αριστοφ.