σίκυος
English (LSJ)
[ῐ] or σῐκῠός, ὁ (also σίκυς, ἡ, Alc.151, Dsc.2.135, Gal.19.89 (
A s.v. βουβάλιος)), cucumber, Cucumis sativus, Ar.Ach.520, Pax 1001, Thphr.HP7.4.1, Diocl.Fr.49, al., PCair.Zen.176.4, al. (iii B.C.); σίκυς ἥμερος Dsc. l.c.; eaten unripe and raw, Hp.Vict.2.55; but also σ. πέπων, v. πέπων 1.2 (πέπων alone is condemned by Phryn.230); also called σ. σπερματίας, seeding, i.e. ripe cucumber, Cratin.136. 2 σ. ἄγριος squirting cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Nat.Mul.95, Mul.1.77, Thphr.HP9.15.6; also σίκυς ἄγριος Dsc.4.150.
German (Pape)
[Seite 881] oder σικυός, ὁ, auch σίκυς, ὁ, die gemeine Gurke, Ar. Pax 966 u. Folgde; Ath. oft; die unreif u. roh gegessen ward, dah. auch ὠμός; eine andere Art, die man nur reif aß, hieß σικύα, σίκυος σπερματίας u. σίκυος πέπων, auch allein πέπων, Sp., wie Strat. 39 (XII, 197); χνοάοντα, Philip. 20 (VI, 102); vgl. Lob. Phryn. 258 ff.
Greek (Liddell-Scott)
σίκυος: ἢ σικυός, ὁ, τὸ κοινὸν ἀγγούριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 520, Εἰρ. 1001· ἐσθιόμενον ἄωρον καὶ ὠμόν, Ἱππ. 360. 26· καλούμενον καὶ σίκυος ἄγριος, ὁ αὐτ. 584. 13., 623. 27· καὶ σίκυς, -υος, ὁ, Ἀλκαῖ. 144. Ἡ σικύα ἦτο διάφορος τὸ εἶδος καὶ ἐτρώγετο ὥριμος, = σίκυος σπερματίας, σίκυος πέπων, ἢ καὶ ἁπλῶς πέπων, πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σελ. 258 κἑξ. Τὸ Λατ. cucumis, περιλαμβάνει ἀμφότερα τὰ εἴδη… [σῐ- Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Πράξιλλα 1]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σικυός σπερματίας· ὃν ἡμεῖς μηλοπέπονα».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. σικυός.
Greek Monolingual
και σικυός, ο, ΝΑ
1. η αγγουριά
2. ο καρπός της αγγουριάς, το αγγούρι
3. φρ. «σίκυος ο πέπων» — βλ. πέπων
αρχ.
φρ. α) «σίκυος σπερματίας» — ώριμο αγγούρι
β) «σίκυος ὁ ἄγριος» — το φυτό ελατήριο, η πικραγγουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σικύα, κατά τα αρσ. (βλ. λ. σικύα)].
Greek Monotonic
σίκῠος: ή σικῠός[ῐ], ὁ, αγγούρι, νεροκολοκύθα, πεπόνι, σε Αριστοφ.