καταμηνύω

From LSJ
Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμηνύω Medium diacritics: καταμηνύω Low diacritics: καταμηνύω Capitals: ΚΑΤΑΜΗΝΥΩ
Transliteration A: katamēnýō Transliteration B: katamēnyō Transliteration C: kataminyo Beta Code: katamhnu/w

English (LSJ)

   A point out, make known, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Hdt.7.30; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω A.Pr.176 (anap.), cf. Plu.Them.23, etc.; κ. ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος Hdt.6.29; τὸν Ὅμηρον ὅτι . . Phld. Hom.p.54 O.:—Pass., Jul.adAth.273d.    2 inform against, τινος Lys.13.49, cf. D.24.60; also τινὰς πρός τινα D.H.4.43:—Pass., ὑπό τινος -μηνυθείς ib.62, cf. Cod.Just.10.11.8.4.    3 of a god, give a sign, X.HG3.3.2.

German (Pape)

[Seite 1363] anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.

Greek (Liddell-Scott)

καταμηνύω: δεικνύω, φανερώνω, κάμνω γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) φέρω κατηγορίαν ἐναντίον τινός, καταγγέλλω, τινός, ὡς τὸ καταμαρτυρέω, Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ Ποσειδῶν κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.

French (Bailly abrégé)

1 indiquer, signaler, expliquer;
2 dénoncer, accuser, gén..
Étymologie: κατά, μηνύω.

Greek Monolingual

(AM καταμηνύω)
υποβάλλω μήνυση εναντίον κάποιου, μηνύω, καταγγέλλω κάποιον
αρχ.
1. κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω
2. (για θεό) παρέχω, δίνω σημείο.

Greek Monotonic

καταμηνύω: [ῡ], μέλ. -ύσω,
1. υποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω, κάνω νύξη, αποκαλύπτω, σε Ηρόδ.
2. καταγγέλλω, τινός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταμηνύω: 1) обозначать, указывать (στήλη καταπεπηγυῖα καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her.);
2) давать знак (τοῖς ὄμμασι Plut.);
3) рассказывать, открывать (τὴν πρᾶξιν Plut.): οὔποτε τόδ᾽ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков;
4) показывать против, обвинять, уличать: κ. καταψευδομένου τινός Xen. уличать кого-л. во лжи;
5) доносить (τῶν ἀνδρῶν Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.).