οἶμα

From LSJ
Revision as of 09:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶμα Medium diacritics: οἶμα Low diacritics: οίμα Capitals: ΟΙΜΑ
Transliteration A: oîma Transliteration B: oima Transliteration C: oima Beta Code: oi)=ma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A spring, rush, swoop, οἶ. λέοντος ἔχων Il.16.752 ; αἰετοῦ οἴματ' ἔχων 21.252 ; of a serpent, Q.S.6.201, etc.

Greek (Liddell-Scott)

οἶμα: τό, = οἴμημα, ὅρμημα, Λατ. impetus, οἶμα λέοντος ἔχων Ἰλ. Π. 752· αἰετοῦ οἴματ’ ἔχων, ἔχων τὴν ὁρμήν, τὴν ὁρμητικὴν ἔφοδον τοῦ ἀετοῦ, Φ. 252· ἐπὶ ὄφεως, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 201, κτλ. (Πιθ. ὡς τὰ οἴμη, οἶμος, ἐκ τοῦ εἶμι ibo.)

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élan impétueux.
Étymologie: cf. οἴμη.

English (Autenrieth)

ατος (οἴσω, φέρω): spring, swoop. (Il.) οἰμάω (οἶμα), aor. οἴμησε: dart upon, swoop after, Il. 22.308, , Od. 24.538.

Greek Monolingual

οἶμα, οἴματος, τὸ (Α)
βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῡ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῡ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη παραγωγή του ρήματος αυτού από το θ. της ονομ. του οἶμα και όχι από το θ. της γεν. οἰματ- οδήγησε στην υπόθεση ότι το ρ. οἰμάω έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. οἶσμοςοἴμη). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. aēšma- «οργή, θυμός» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. isyati, isnāti και αβεστ. išyeiti «κινούμαι, σπρώχνω» (πρβλ. ιαίνω, ιερός). Ο τ. επίσης θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. ira «οργή, θυμός» (πιθ. < eisā), πρβλ. επίσης οἶστρος και ὀϊστός. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. οἶμα και το ρ. οἰμάω συνδέονται με τη λ. οἶμος «δρόμος, οδός»].

Greek Monotonic

οἶμα: -ατος, τό, = ὅρμημα, Λατ. impetus, οἶμα λέοντος ἔχων, με ορμή λιονταριού, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰετοῦ οἴματ' ἔχων, με την αρπακτικότητα, ορμή του αετού, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

οἶμα: ατος τό стремительность, натиск (λέοντος, αἰετοῦ Hom.).