σκιμαλίζω

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμᾱλίζω Medium diacritics: σκιμαλίζω Low diacritics: σκιμαλίζω Capitals: ΣΚΙΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: skimalízō Transliteration B: skimalizō Transliteration C: skimalizo Beta Code: skimali/zw

English (LSJ)

   A jeer at, flout, τινα Ar.Pax549; ῥηματίοις Id.Ach.444; σ. ποδί kick, D.L.7.17; expld. as Att. for καταδακτυλίζω by Moer. p.360 P., Phryn.PSp.83 B., cf. Sch.Ar.Il.cc.; also expld. by Sch.Ar. Pax l.c. as to hold up the middle finger (sens. obsc.). [The quantity of σκι- is not determined.]

German (Pape)

[Seite 898] Einen nasenstübern, übh. Einen schimpflich, verächtlich behandeln, mißhandeln, gleichviel ob mit Worten oder Werken; ὅπως ἂν αὐτοὺς ῥηματίοις σκιμαλίσω, Ar. Ach. 419, Schol. ἐξουθενίσω ἢ χλευάσω, wobei er noch hinzusetzt τῷ μικρῷ δακτυλίῳ ὡς τῶν γυναικείων πυγῶν ἅψομαι, τῶν ὀρνίθων ἀποπειρᾶσθαι εἰ ὠοτοκοῦσιν (das Huhn betasten, wie βλιμάζω); nach B. A. 48 = καταδακτυλίζειν, τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπ τεσθαι; καὶ τὸν δορυξὸν οἷον ἐσκιμάλισεν, Ar. Pax 544, wo das Nasenstübern genauer beschrieben wird; ποδί, mit dem Fuße stoßen, D. L. 7, 17. – [Ueber die Quantität der ersten Sylbe entscheiden die Stellen des Ar. Nichts.]

Greek (Liddell-Scott)

σκιμᾱλίζω: μέλλ. Ἀττ. –ιῶ, ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, «μουτζώνω», «φασκελώνω», κτυπῶ μὲ τὸν μεσαῖον δάκτυλον εἰς τὴν μύτην (πρὸς ὕβριν), τινὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 549· ῥηματίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 444· σκ. ποδί, λακτίζω, «κλωτσῶ», Διογ. Λ. 7. 17· ― ἑρμηνεύεται ὡς Ἀττ. ἰσοδύναμον τῷ κοινῷ Ἑλλην. καταδακτυλίζω παρὰ Μοίρ. 360, Α. Β. 48, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑτέραν ἑρμηνείαν παρέχει ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. ἔνθ’ ἀνωτ., δηλ., ὑψώνω τὸν μέσον δάκτυλον (μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας), ἴδε Ἰουβεν. 10. 53, Μαρτ. 2. 28· καλεῖται digitus infamis παρὰ τῷ Περσ. 2. 33. [Ἡ ποσότης τῆς συλλαβ. σκι- δὲν εἶναι ὡρισμένη].

French (Bailly abrégé)

att. pour καταδακτυλίζω : faire la figue.
Étymologie: σκίμαλλος.

Greek Monolingual

Α
1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ το συγκρατούσα με τον αντίχειρα
β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο
2. (κατ' επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα
3. καταδακτυλίζω
4. φρ. «σκιμαλίζω ποδί» — κλωτσώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίμαλ(λ)ος (πρβλ. σκινθαρίζω)].

Greek Monotonic

σκιμᾱλίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, μουντζώνω, φασκελώνω, περιπαίζω, χλευάζω, προσβάλλω, τινά, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σκιμᾱλίζω: глумиться, высмеивать (σ. τινὰ ῥηματίοις Arph.): σ. ποδί Diog. L. ударять ногой, угощать пинками.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιμαλίζω de middelvinger opsteken, met acc. tegen iem.; vandaar beschimpen, bespotten:. ῥηματίοις met plaagstootjes Aristoph. Ach. 444.