πολύκωμος

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκωμος Medium diacritics: πολύκωμος Low diacritics: πολύκωμος Capitals: ΠΟΛΥΚΩΜΟΣ
Transliteration A: polýkōmos Transliteration B: polykōmos Transliteration C: polykomos Beta Code: polu/kwmos

English (LSJ)

ον,

   A much-revelling, AP9.524.17, Anacrcont.40.14.

German (Pape)

[Seite 665] 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκωμος: -ον, ὁ πολὺ κωμάζων, πολλοὺς κώμους τελῶν, πολὺ διασκεδάζων, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17, Ἀνακρεόντ. 43. 14. ΙΙ. (κώμη) ὁ ἔχων πολλὰς κώμας, χωρία, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui préside à des festins abondants (Dionysos).
Étymologie: πολύς, κῶμος.

Greek Monolingual

(I)
-ον Α
1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό-κωμος].———————— (II)
-ον, Μ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες, πολλά χωριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κώμη «χωριό, συνοικία»), πρβλ. τρί-κωμος].

Greek Monotonic

πολύκωμος: -ον, αυτός που διασκεδάζει πολύ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκωμος: участвующий во множестве пирушек (Διόνυσος Anth.).