δόλων

From LSJ
Revision as of 01:11, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλων Medium diacritics: δόλων Low diacritics: δόλων Capitals: ΔΟΛΩΝ
Transliteration A: dólōn Transliteration B: dolōn Transliteration C: dolon Beta Code: do/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A flying jib, Plb.16.15.2, D.S.20.61.    2 spar which carries such a sail, Poll.1.91.    II secret weapon, poniard, stiletto, Plu.TG10.    III fishing-rod (?), Artem.2.14.

German (Pape)

[Seite 655] ωνος, ὁ, 1) ein kleiner Dolch der Meuchelmörder; Plut. T. Graech. 10; Hesych. – 2) das kleinste Segel auf dem Vordertheile des Schiffes; D. Sic. 20, 61; Pol. 16, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δόλων: -ωνος, ὁ, μικρὸν πρῳραῖον ἱστίον, Πολύβ. 16, 15, 2, πρβλ. Liv. 36. 44, 45., 37. 30, καὶ ἴδε ἀκάτιον ΙΙ. ΙΙ. μυστικὸν ἐγχειρίδιον, ξιφίδιον ἐν ῥάβδῳ κεκρυμμένον, «στιλέττο», Λατ. dolo, Πλούτ. Τ. Γράκχ. 10. - Παρ' Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

1gén. pl. de δόλος.
2ωνος (ὁ) :
arme (poignard, épée, etc.) cachée dans une canne.
Étymologie: δόλος.

Greek Monolingual

ο (AM δόλων)
μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος
νεοελλ.
ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες
τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες
αρχ.-μσν.
πρωραίο ιστίο
αρχ.
1. δοκάρι που κρατά πρωραίο ιστίο
2. μακρύ καλάμι με αγκίστρι στο λεπτό του άκρο κατάλληλο για ψάρεμα, καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δόλος, με αρχική τη σημ. «μαχαίρι, στιλέτο», προτού εξελιχθεί στη μτγν. τεχνική (μεταφορική;) του σημασία «ιστίο (ορισμένου σχήματος)»].

Greek Monotonic

δόλων: -ωνος, ὁ (δόλος), μυστικό όπλο, εγχειρίδιο, μαχαίρι, στιλέτο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δόλων: ωνος ὁ
1) потайное оружие, кинжал Plut.;
2) малый передний парус Polyb., Diod.

Frisk Etymological English

-ωνος
Grammatical information: m.
Meaning: 1. name of a front sail (Plb., D. S.) or the spar on which such sail (Poll.), Lat. LW [loanword] dolō (Liv.); adj. δολωνικός (Pap.). - 2. secret weapon, stiletto (Plu. TG 10);
Derivatives: Demin. δολίσκος δόλων, παραξιφίς H. Lat. dolō id. (Varro).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]\/XX [etym. unknown]
Etymology: The secret waepon could be from δόλος. - On δόλων as a sail nothing can be said. (Connection with δέλτος (s. v.), OHG, NHG Zelt is very weak.) DELG is convinced that it is one word; I don't known why. Cf. Rougé, Organisation du commerce maritime 59.