ἐριδαίνω

From LSJ
Revision as of 20:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῐδαίνω Medium diacritics: ἐριδαίνω Low diacritics: εριδαίνω Capitals: ΕΡΙΔΑΙΝΩ
Transliteration A: eridaínō Transliteration B: eridainō Transliteration C: eridaino Beta Code: e)ridai/nw

English (LSJ)

impf.

   A ἠρίδαινον Babr.68.3 : Ep. aor. I ἐρίδηνα A.R.1.89 : —Med., Q.S.5.105 : Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι Il.23.792 (with vv. ll., dub.) ; elsewh. Hom. uses only pres. : (ἐρίζω):—wrangle, quarrel, μετ' ἀνδράσι Od.21.310; αὔτως γάρ ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν Il.2.342 ; νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐ. Od.18.403 ; εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐ. Il.1.574 ; εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐ. we strive (as for a prize) for her excellence, Od.2.206 : c. dat., Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν.. πελεμιζέμεν Il.16.765, cf. A.R.1.89 ; also ἀντία πάντων.. ἐριδαινέμεν οἶος Od.1.79 ; τι in a thing, Call.Dian.262 ; of war, first in A.R.2.986, etc.:—Med., ποσσὶν ἐριδήσασθαι compete in the foot-race, Il.23.792.—Ep. word : also c. acc., τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν (fort. -δμαίνειν) Demetr.Byz. ap.Ath.10.452d ; Luc.Pisc.6 may be a reminiscence of A.R.1.89.

German (Pape)

[Seite 1028] (ἔρις), aor. ἐρίδηνα, Ap. Rh., u. ἐριδήσασθαι, Il. 23, 792, streiten, zanken, Il. 1, 574; περὶ πτωχῶν Od. 18, 403; ἐπέεσσι 2, 342; ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, mit einander, Il. 16, 765; auch ἀντία πάντων, gegen alle, Od. 1, 79, u. μετ' ἀνδράσι, 21, 310; wetteifern, wettkämpfen, εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν 2, 206; ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, an Schnellfüßigkeit mit den Achäern wetteifern, Il. 23, 792; μηδ' ἐλαφηβολίην μηδ' εὐστοχίην ἐριδαίνειν Callim. Dian. 262, im Schießen. – Bei sp. D. auch feindlich, kämpfen, Ap. Rh., Orph.; τινά, reizen, wie ἐρεθίζω, Ath. X, 452 d. [in ἐριδήσασθαι wird ι durch die Vershebung lang, weshalb Einige ἐριδδήσασθαι haben schreiben wollen, auch die v. l. ἐριζήσασθαι sich findet].

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῐδαίνω: παρατατ. ἠρίδαινον. Βαβρ. 68: Ἐπικ. ἀόρ. ἐρίδηνα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89: - Μέσ., Κόϊντ. Σμ. 5. 105· Ἐπίκ. ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐριδήσασθαι (μετὰ τοῦ ι μακροῦ) ἢ ἐριδδήσασθαι, Ἰλ. Ψ. 792· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ.: (ἐρίζω). Φιλονεικῶ, μαλλώνω, μετ’ ἀνδράσι Ὀδ. Φ. 310· αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν Ἰλ. Β. 342· νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐρ. Ὀδ. Σ. 403· εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐρ. Ἰλ. Α. 574· εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, φιλονεικοῦμεν, ἀγωνιζόμεθα (ὡς περὶ ἄθλου) διὰ τὸ ἔξοχον αὐτῆς, Ὀδ. Β. 206· μετὰ δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν... πελεμιζέμεν Ἰλ. Π. 765, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89· ὡσαύτως, ἀντία πάντων... ἐριδαινέμεν οἷος Ὀδ. Α. 79· μηδ’ εὐστοχίην ἐριδαίνειν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 262: - ἐπὶ πολέμου, πρῶτον παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 986. κτλ.: -- Μέσ., ἀργαλέον δὲ ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, «χαλεπὸν δὲ τοῖς Ἕλλησιν ἐλθεῖν αὐτῷ εἰς ἅμιλλαν ποδῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 792. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Δημητρίῳ Βυζαντίῳ παρ’ Ἀθην. 452D· τὸ χωρίον ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 6 παρελήφθη ἐκ τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 89.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. et ao.
être en querelle ou en lutte : τινι avec qqn ; μετά τινι OD, ἀντία τινός OD tenir tête à qqn ; ἕνεκά τινος IL au sujet de qqn ou de qch;
Moy. (seul. part. prés. et inf. ao.) m. sign.
Étymologie: ἔρις.

English (Autenrieth)

(ἔρις), mid. aor. 1 inf. ἐρῖδήσασθαι: contend, dispute, strive, vie with; τινί, ἀντία τινός, Od. 1.79; ἕνεκα, περί τινος, β 2, Od. 18.403; abs., ποσσίν, ‘in running,’ Il. 23.792; fig., of winds, Il. 16.765.

Greek Monolingual

ἐριδαίνω (Α) έρις
1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώαὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.)
2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαιεἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐρῐδαίνω: Επικ. αόρ. αʹ ἐρίδηνα, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ ἐριδδήσασθαι (ἐρίζωφιλονικώ, μαλώνω, διαφωνώ, αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, συναγωνίζομαι μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῐδαίνω: 1) спорить, ссориться (τινί и μετά τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.): ἐ. ἐπέεσσιν Hom. браниться; ἀντία πάντων ἐριδαινέμεν Hom. враждовать со всеми;
2) соревноваться, состязаться (εἵνεκα τῆς ἀρετῆς Hom.): ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем).