ἐγκακέω

From LSJ
Revision as of 19:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκᾰκέω Medium diacritics: ἐγκακέω Low diacritics: εγκακέω Capitals: ΕΓΚΑΚΕΩ
Transliteration A: enkakéō Transliteration B: enkakeō Transliteration C: egkakeo Beta Code: e)gkake/w

English (LSJ)

   A behave remissly in a thing, ἐνεκάκησαν τὸ πέμπειν they culpably omitted to send, Plb.4.19.10, cf. Thd.Pr.3.11, Sm.Ge.27.46: c. part., τὸ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν Ep.Gal.6.9: abs., Ev.Luc. 18.1, al., cf. BGU1043.3 (iii A. D.); cf. ἐκκακέω.    II ἐγκακοῦμεν· ὑψοῦμεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 704] sich wobei schlecht benehmen, übel befinden, LXX; Pol. 4, 19, 10 τὸ πέμπειν τὰς βοηθείας ἐνεκάκησαν, = unterließen sie aus Schlechtigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκᾰκέω: κακῶς φέρομαι, εἴς τι πρᾶγμα, ἐνεκάκησαν τὸ πέμπειν, κακῶς ποιοῦντες παρέλειψαν νὰ πέμψωσι, Πολύβ. 4. 19, 10· συχνάκις ἐν τῇ Καιν. Διαθ.· πρβλ. ἐκκακέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. agir mal, être en faute, commettre une négligence;
2 intr. être maltraité, être dans une situation pénible ; se décourager.
Étymologie: ἐν, κακός.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. frec. en pap. ἐνκ-
I 1obrar negligentemente, descuidar τὸ ... πέμπειν τὰς βοηθείας ... ἐνεκάκησαν Plb.4.19.10.
2 tratar mal (τὴν θυγατέρα) PPetaus 29.12 (II d.C.), en v. pas. ἐγκακηθέντα καὶ θλιβέντα PLond.1708.92 (VI d.C.), cf. PMasp.re.5.13 (VI d.C.).
II intr.
1 desesperar, perder la confianza (παραβολή) πρὸς τὸ δεῖν πάμποτε προσεύχεσθαι αὐτοὺς καὶ μὴ ἐ. Eu.Luc.18.1, αἰτοῦμαι μὴ ἐ. ἐν ταῖς θλίψεσίν μου ὑπὲρ ὑμῶν Ep.Eph.3.13, μὴ ἐγκακήσητε καλοποιοῦντες 2Ep.Thess.3.13, cf. 2Ep.Cor.4.1, Hsch.
en constr. pred. τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν Ep.Gal.6.9.
2 rechazar, aborrecer ἐγκαταλειφθήσεται ἡ γῆ, ἀφ' ἧς σὺ ἐγκακεῖς Sm.Is.7.16, cf. Ge.27.46, Thd.Pr.3.11, Eus.DE 7.1 (p.307.1).
3 desanimarse, sentir miedo ante la adversidad μὴ ὡς αἱ ὠδίνουσαι, ἐγκακῶμεν 2Ep.Clem.2.

Greek Monotonic

ἐγκᾰκέω: μέλ. -ήσω (κακός), αποθαρρύνομαι, δειλιάζω, κουράζομαι, βαριέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐγκᾰκέω: из низости или по злобе воздерживаться (от чего-л.): τὸ πέμπειν τὰς βοηθείας ἐνεκάκησαν Polyb. (лакедемоняне) умышленно не прислали помощи.