χοινικίς

From LSJ
Revision as of 06:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοινικίς Medium diacritics: χοινικίς Low diacritics: χοινικίς Capitals: ΧΟΙΝΙΚΙΣ
Transliteration A: choinikís Transliteration B: choinikis Transliteration C: choinikis Beta Code: xoiniki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A nave of a wheel, Id.18(2).479, Sch.E.Hipp.1234, Sch.Il.2.104.    II a kind of trepan, Cels.8.3.1 (acc. written -εικίδα), Gal. 10.448, 19.126.    III ring forming the stand for a crown, D.22.72, 24.180.    IV = χοῖνιξ 11, App.BC4.30.    V cave in a rocky shore, Str.12.3.11.    VI box or socket for the hinge of a door, IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287A102, al. (Delos, iii B. C.).    VII axle-box, Hero Aut.11.2, Wilcken Chr.176.8 (i A. D.), cf. Hsch. s.v. χνόαι.    VIII in torsion-engines, box or hub containing strands of gut, Ph.Bel.63.7, 60.3, Hero Bel.96.5.    IX = χνόη 2, Hippiatr. 96.2, 117.

German (Pape)

[Seite 1362] ίδος, ἡ, = χοινίκη; χοινικίδες sind eiserne Reisen, auf welchen die Krone ruht, Dem. 22, 72, wie 24, 180 ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσι κάτωθεν γεγραμμένα. – Bei Strab. 12, 3,11 Höhlen im felsigen Ufer. – Bei App. B. C. 4, 30 eine Art Fußeisen.

Greek (Liddell-Scott)

χοινῐκίς: -ίδος, ής = χοινίκη, χνόη, Γαλην. ΙΙ. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 91· πρβλ. ὀρθοπρίων. ΙΙΙ. ὁ γῦρος τοῦ στεφάνου, Δημ. 616, 1., 756. 8. IV. = χοῖνιξ ΙΙ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 30. V. σπήλαιον ἐν πετρώδει ἀκτῇ, Στράβ. 542.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 écrou du moyeu;
2 morceau de bois percé, sorte d’entrave pour les esclaves;
3 cavité d’un rocher;
4 cercle de fer, formant le corps d’une couronne et enveloppant la tête d’une statue;
5 trépan de chirurgien.
Étymologie: χοῖνιξ.

Greek Monolingual

και σχοινικίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο της πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη
2. ο γύρος του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.)
3. είδος ποδοκάκκης
4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας
5. (στους καταπέλτες) το τμήμα του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές
6. είδος χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων χειρουργία τοῑς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)
7. σπήλαιο σε βραχώδη ακτή («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας τινάς ὡσανεὶ βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῡσι χοινικίδας», Στράβ.)
8. στον πληθ. αἱ χοινικίδες
οι αρθρώσεις τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + κατάλ. -ις
(πρβλ. πινακ-ίς)].

Greek Monotonic

χοινῐκίς: -ίδος, ἡ (χοῖνιξ
I. ο κύκλος του στεφανιού, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

χοινῐκίς: ίδος ἡ χοῖνιξ 2] ободок, обруч (αἱ τῶν στεφάνων χοινικίδες Dem.).