εὐτραφής
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ές, (τρέφω)
A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, ἔχειν to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7. II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr.CP1.18.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής· - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36· - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308· γάλα ἐν Χο. 898.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διο-τραφής, μουσο-τραφής].
Greek Monotonic
εὐτρᾰφής: -ές (τρέφω),
I. καλοθρεμμένος, καλοαναπτυγμένος, εύσωμος, παχύς, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Ενεργ., θρεπτικός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτρᾰφής:
1) хорошо упитанный, откормленный (ὖς Arst.);
2) полный сил, цветущий (ξένοι Eur.; νέοι μὲν νέαι τε Plat.);
3) хорошо воспитанный (παῖδες Eur.);
4) питательный (γάλα Aesch.);
5) питающий, живительный (ὕδωρ Aesch.).
Middle Liddell
εὐ-τρᾰφής, ές τρέφω
I. well-fed, well-grown, thriving, fat, Eur., etc.
II. act. nourishing, Aesch.