γλουτός

From LSJ
Revision as of 06:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλουτός Medium diacritics: γλουτός Low diacritics: γλουτός Capitals: ΓΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: gloutós Transliteration B: gloutos Transliteration C: gloutos Beta Code: glouto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A buttock, γ. δεξιός Il.5.66, cf. Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23: pl., Il.8.340, Hdt.4.9: dual, τὼ γλουτώ X.Eq.7.2: heterocl. pl., γλουτά, τά, Sch.Theoc.6.30.    II = σφαίρωμα τῆς κοτύλης, Hsch. (Cf. Skt. glaús 'round lump', Engl. clot.)

Greek (Liddell-Scott)

γλουτός: ὁ, (ἴδε κλόνις) ὁ πρωκτός, Ἰλ. Ε. 66, Ἱππ. Ἀγμ. 761, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 13, 2., 14. 1·- πληθ., τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθεζόμεθα, Λατ. nates, Ἰλ. Θ. 340, Ἡρόδ. 4. 9·-παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον πυγή.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
le derrière ; οἱ γλουτοί les fesses.
Étymologie: DELG pas de mot. i.-e. pour désigner cette partie du corps ; métaph. pop. suggérant la rondeur.

English (Autenrieth)

rump, buttock, Il. 5.66, Il. 8.340. (Il.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 glúteo, nalga, Il.5.66, Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23, Vett.Val.393.8, Q.S.6.401
frec. en plu. Hdt.4.9, Luc.Am.14, I.AI 15.374, D.C.43.23.2, 62.2.4, Nonn.Par.Eu.Io.21.40
de anim. grupa op. ἰσχία Il.8.340, cf. Triph.81, Vett.Val.105.17, Thdt.H.Rel.18.1
en dual X.Eq.7.2.
2 anat. trocánter mayor apófisis externa del fémur, Gal.2.773, cf. Hsch.

• Etimología: De la r. *gelH1- en grado ø/P como aaa. kliuwa ‘bola’, que c. otros grados vocálicos da ai. glau- ‘bola’, gr. γίγγλυμος, etc.

Greek Monolingual

ο (AM γλουτός)
μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο της ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε
νεοελλ.
ναυτ. γλουτοί, οι
τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά
αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή άκρα άλλων οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ελλ. γλουτός όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (πρβλ. σλοβεν. gluta, gluta [πιθ. < glout-] «όγκος, οίδημα», αγγλοσαξ. clūd [πιθ. < glūt-] «όγκος από πέτρα, βράχος» κ.ά.) δήλωναν αρχικά την έννοια του «στρογγυλός». Ίσως υπάρχει σχέση και με αρχ. ινδ. glau- «σωρός, βώλος», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί υστερογενής προέλευση του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (πρβλ. χρώς, -τός). Για τον σχηματισμό πρβλ. και το συνών. πρωκτός.

Greek Monotonic

γλουτός: ὁ, οπίσθια, «καπούλια», πρωκτός, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. nates, στον ίδ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

γλουτός:
1) ягодица (δεξιός Hom.);
2) тж. pl. зад Hom., Her., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: buttock, du. (X.) and pl. (Il.).
Other forms: γλουτά (sch. Theoc. 6,30).
Derivatives: γλούτια id., also medullary tubercles near the pineal gland of the brain (Gal.). γλουθίον dimin.?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Compared with Sloven. glûta, glúta lump, swelling (if < *glout-); further OE clud m. mass of stone, rock, which is semantically less evident, NEng. cloud (with. ū). Without t-suffix Ved. glaú-ḥ m. round lump, wen-like excrescence (with long diphthong); s. Mayrh. EWAia 1, 511. Schwyzer 501 n. 10, 577 n. 11 considers secondary τ(ο)-suffix (cf. πρωκτός) - The IE material (Pok. 361) is not very convincing; "Buntes Material" says Frisk. - If the -θ- is reliable, rather Pre-Greek.

Middle Liddell


the rump, Il.:—pl. the buttocks, Lat. nates, Il., Hdt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλουτός -οῦ, ὁ bil.