θυηλή

From LSJ
Revision as of 23:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠηλή Medium diacritics: θυηλή Low diacritics: θυηλή Capitals: ΘΥΗΛΗ
Transliteration A: thyēlḗ Transliteration B: thyēlē Transliteration C: thyili Beta Code: quhlh/

English (LSJ)

ἡ, (θύω)

   A part of a victim offered in burntsacrifice, usu. in pl., ὁ δ' ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il.9.220, cf. Philoch.172, Nic.Fr.62, Ath.13.566a: generally, sacrifice, ἄνευ θυηλῶν Ar.Av.1520; θυηλαὶ ἀναίμακτοι AP6.324.3 (Leon. Alex.); θυσίαι καὶ θ. D.S.3.62, Porph.Abst.2.59: metaph., θυηλὴ Ἄρεος an offering to Ares, i.e. the blood of the slain, S.El.1423; ἄτης θυηλαί cj. Herm. for θύελλαι, A. Ag.819; cf. θυάλημα, θύλημα.

German (Pape)

[Seite 1222] ἡ (θύω), der Theil des Opfers, der verbrannt wird, Räucherwerk, im plur., Il. 9, 220; vgl. Ath. XIII, 565 f, wo θυηλαί neben den Opferthieren genannt werden; θυηλαὶ ἀναίμακτοι, Opfer, Leon. Al. 19 (VI, 324); VLL. erkl. ἀπαρχαί. Bei Soph. übertr., φοινία δὲ χεὶρ στάζει θυηλῆς Ἄρεος El. 1413, vom Blute des Gemordeten.

Greek (Liddell-Scott)

θυηλή: ἡ, (θύω) τὸ μέρος τοῦ θύματος, ὅπερ ἐκαίετο, ἡ πρώτη προσφορά, ὡς τὸ ἀπαρχαί, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ δ’ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλὰς Ἰλ. Ι. 220, πρβλ. Φιλόχ. 172, Ἀθήν. 566Α∙ καθόλου, θυσία, ἄνευ θυηλῶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1520∙ θυηλαὶ ἀναίμακτοι Ἀνθ. Π. 6. 324∙ - μεταφ, θυηλὴ Ἄρεος, προσφορὰ εἰς τὴν Ἄρη, δηλ. τὸ αἷμα τῶν πεφονευμένων, Σοφ. Ἠλ. 1423∙ οὕτως ὁ Ἕρμανν. προτείνει ἄτης θυηλαὶ (ἀντὶ θύελλαι) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 819.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 partie de la victime qu’on brûlait sur l’autel, première offrande, prémices;
2 sacrifice d’une victime ; sacrifice en gén. : θυηλὴ Ἄρεος SOPH sacrifice à Arès.
Étymologie: θύω.

English (Autenrieth)

(θύω): the part of the victim to be burned, sacrificial offering, pl., Il. 9.220†.

Greek Monolingual

θυηλή, ἡ (Α)
1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί
το καιόμενο μέρος του θύματος («ὁ δ' ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» — η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων
3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα ακανθ-ηλή, γαμφ-ηλαί. Είναι αβέβαιο αν πρόκειται για μετονοματικό ή μεταρρηματικό παρ. (< θύος ή < θύω)].

Greek Monotonic

θυηλή: ἡ (θύω), το κομμάτι του θύματος που αποτεφρώθηκε, η πρωταρχική προσφορά, κυρίως στον πληθ., σε Αριστοφ., Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., θυηλὴ Ἄρεος, προσφορά στον Άρη, δηλ. το αίμα της σφαγής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θῠηλή: ἡ преимущ. pl. (сжигаемые) части жертвы, жертва (ἐν πυρὶ βάλλειν θυηλάς Hom.): θυῃλαὶ ἀναίμακτοι Anth. бескровные жертвы; θ. Ἄρεος Soph. жертва, приносимая Арею, т. е. человеческая кровь.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (part of) a victim offered in burnt scrifice (Ι 220).
Other forms: -
Derivatives: Lengthened form (Chantraine Formation 186f.) θυηλήματα pl. (Thphr. Char. 10, 13; beside στέμματα).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [261] *dʰeuh₂- storm, dash ??
Etymology: Formation like γαμφηλαί [not from γόμφος s.v.], ἀ-κανθηλή (: ἄκανθα, Hdn.). Further some barytona like ἀνθήλη (: ἄνθος, ἀνθέω), δείκηλον (: δείκνυμι), τράχηλος (: τρέχω, τροχός?); θυηλή then from θύος or (less prob.) directly from θύω sacrifice. - Cf. further: 1. θυαλήματα pl. id. (Miletos Va), lengthened from *θυάλη (type ἀγκάλη : ἄγκος) or after ἄλημα, παιπάλημα? 2. θυλήματα pl. sacrificial cake (Com., Thphr.), from an λ-deriv. from θύω. A backformation θυλήματα is θυλέομαι (Porph.). - Cf. Bechtel Lex. s. θυηλή, who works with improbable ablaut variants.

Middle Liddell

θυηλή, ἡ, [θύω]
the part of the victim that was burnt, the primal offering, mostly in pl., Il., Ar.:—metaph., θυηλὴ Ἄρεος, an offering to Ares, i. e. the blood of the slain, Soph.