λέντιον
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
τό, = Lat.
A linteum, cloth, napkin, towel, Peripl.M.Rubr.6 (pl.), Vit.Aesop.Oxy.2083.48, Ev.Jo.13.4, Inscr.Magn.116.34, BSA 27.228 (Sparta, ii A.D.):—hence λεντι-άριος, ὁ, prob.attendant at the bath, IG3.1160.72, 14.2323:
German (Pape)
[Seite 28] τό, das lat. linteum, N. T. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λέντιον: τό, τὸ Λατ. linteum, ὀθόνη λινοῦ, ὕφασμα, μάκτρον, «προσόψι», τὸ Τουρκ. «πεστεμάλι», Ἀρρ. Περίπλ. εἰς Ἐρυθρ. Θάλασσ. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 4, Εὐστ. Πονημ. 298. 17· παρὰ τῷ Νόννῳ, λίντεον· - λεντιάριος, ὁ, πιθ. ὑπηρέτης ἐν τῷ λουτρῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 275. 71.
English (Strong)
of Latin origin; a "linen" cloth, i.e. apron: towel.
English (Thayer)
λεντιου, τό (a Latin word, linteum), a linen cloth, towel (Arrian peripl. mar. rubr. 4): of the towel or apron, which servants put on when about to work (Suetonius, Calig. 26), Ev. Nicod. c. 10; cf. Thilo, Cod. Apocrypha, p. 582f.
Greek Monolingual
το (AM λέντιον)
1. λινό ύφασμα
2. αυτό που φορά κάποιος για να δουλέψει, ποδιά
μσν.-αρχ.
ιερατικό ένδυμα
αρχ.
κάλυμμα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. linteum ή lenteum < λατ. linum «λινό»].
Greek Monotonic
λέντιον: τό, Λατ. linteum, ύφασμα, πετσέτα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
λέντιον: τό (лат. linteum) полоса льняной ткани, полотенце NT.