χρηστολογία
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ἡ,
A fair speaking, in bad sense, Ep.Rom.16.18.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, Rede eines guten Menschen, gute, edle Sprache, Ggstz des Handelns, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστολογία: ἡ, καλὴ ὁμιλία, τὸ χρηστὰ λέγειν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, δηλ. λέγειν χρηστοὺς λόγους πρὸς ἀπάτην, διὰ χρηστολογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 48, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. α΄ Ἐπιστ. σ. 106· - ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
langage honnête (en apparence) ; en mauv. part langage spécieux ou séduisant.
Étymologie: χρηστολόγος.
English (Strong)
from a compound of χρηστός and λέγω; fair speech, i.e. plausibility: good words.
English (Thayer)
χρηστολογίας, ἡ (from χρηστολόγος, and this from χρηστός, which see, and λέγω; cf. Julius Capitolinus in the life of Pertinax c. 13 "Omnes, qui libere fabulas conferebant, male Pertinaci loquebantur, χρηστολογον eum appellantes, qui bene loqueretur et male faceret), fair speaking, the smooth and plausible address which simulates goodness": Eustathius, p. 1437,27 (on Iliad 23,598); ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ χρηστολόγος
(με αρνητική σημ.) η χρησιμοποίηση ωραίων λόγων με σκοπό την εξαπάτηση
αρχ.
(με θετ. σημ.) το να λέει κανείς χρηστά λόγια.
Greek Monotonic
χρηστολογία: ἡ, καλή ομιλία, χρήσιμος λόγος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
χρηστολογία: ἡ приятные речи, красноречие NT.
Middle Liddell
χρηστολογία, ἡ,
fair speaking, smooth speech, NTest.
Chinese
原文音譯:crhstolog⋯a 赫雷士拖-羅居阿詞類次數:名詞(1)
原文字根:使用-陳述(說話)
字義溯源:似有用的話,機巧之言,嫵媚的說話,花言;由(χρηστός)=合用的)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成,其中 (χρηστός)出自(χράομαι)*=對待)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 花言(1) 羅16:18