колебаться
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Russian > Greek
κατοκνέω ;; δίζω ;; ἀμφιδοξέω ;; ἀοριστέω ;; δυστατέω ;; δυσστατέω ;; συναιωρέομαι ;; ἐπαμφοτερίζω ;; διαπορέω ;; διστάζω ;; διχοφορέω ;; ἀμφιγνοέω ;; ἐνδοιάζω ;; κινύσσομαι ;; πέτομαι ;; διαφέρω ;; διατρέπω ;; ἀποκνέω ;; αἰωρέω ;; ἑτερορρεπέω ;; ἀμφινοέω ;; ἐπαιωρέω ;; σαίνω ;; ἀμφιβάλλω ;; μέλλω ;; περιφέρω