καινοτομία

From LSJ
Revision as of 13:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοτομία Medium diacritics: καινοτομία Low diacritics: καινοτομία Capitals: ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: kainotomía Transliteration B: kainotomia Transliteration C: kainotomia Beta Code: kainotomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A opening of new mines, Hyp. Eux.36 (pl.), IG22.1587.5 (prob.), Poll.3.87, 7.98 (pl.).    II mostly metaph., making anew, inventing, ὀνομάτων Pl.Lg.715d; innovation, κ. περὶ τοὺς λόγους Plu.Cic.2: in Music, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xxii 5; μηδεμίαν κ. γίγνεσθαι Mitteis Chr.96 ii 19 (iv A. D.): pl., innovations in the state, Lat. res novae, Pl.Lg.950a; κ. τῆς πολιτείας Plb.13.1.2: in Law, interference with another's right or easement, Just.Nov.7.5.1: pl., ib.63 tit.    2 = καινότης, novelty, strangeness, ἡ κ. τοῦ συμβαίνοντος Plb.1.23.10: pl., Plu.Alex.72.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. καινοτομέω; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = καινότης, Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καινοτομία: ἡ, τὸ ὀρύττειν ἢ ἀνοίγειν νέα μεταλλεῖα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45 (καὶ αὐτόθι Schneidew.), Συλλ. Ἐπιγρ. 162, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 87, Ζ΄, 98. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., νεωτερισμὸς ἔν τινι, οὔ τι καινοτομίαι ὀνομάτων ἕνεκα Πλάτ. Νόμ. 715C· καιν. περὶ τοὺς λόγους Πλουτ. Κικ. 2· νεωτερισμοὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ, Λατ. res novae, Πλάτ. Νόμ. 949Ε· καιν. τῆς πολιτείας Πολύβ. 13. 1, 2. 2) = καινότης, ὁ αὐτ. 1. 23, 10· πληθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 72.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 innovation, système nouveau ; particul. αἱ καινοτομίαι changements de l’État, révolution;
2 nouveauté, étrangeté.
Étymologie: καινοτόμος.

Greek Monolingual

η (AM καινοτομία) καινοτομώ
1. νεωτερισμός
2. επινόηση, εφεύρεση («καινοτομίαι ὀνομάτων», Πλάτ.)
3. το καινοφανές, το παράδοξο και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», Πλούτ.)
(νεοελ.-μσν.) αλλαγή, μεταρρύθμιση («έφερε πολλές καινοτομίες στην οικονομική πολιτική»)
αρχ.
1. το να ανοίγει κανείς νέα μεταλλεία, το να κάνει εξορύξεις νέων μεταλλευμάτων
2. στον πληθ. αἱ καινοτομίαι
η εισαγωγή νεωτερισμών στην πολιτεία.

Greek Monotonic

καινοτομία: ἡ,
1. μεταβολή, σε Πλούτ.
2. καινοτομία, νεωτερισμός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καινοτομία:
1) изменение, замена (τῶν ὀνομάτων Plat.);
2) смена, перемена, обновление (τῆς πολιτείας Polyb.; περὶ τοὺς λόγους Plut.);
3) нововведение, новшество (ἡ Τερπάνδρου κ. καλόν τινα τρόπον εἰς τὴν μουσικὴν εἰσήγαγε Plut.);
4) новизна, новость, неожиданность (τοῦ συμβαίνοντος Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοτομία -ας, ἡ [καινοτόμος] vernieuwing; vooral in de politiek:; καινοτομίας ἀλλήλοις ἐμποιούντων ξένων ξένοις omdat de vreemdelingen onder elkaar wederzijds vernieuwingen teweegbrengen Plat. Lg. 950a; ook op andere gebieden:. καίπερ οὐ μικρᾶς περὶ τοὺς λόγους γεγενημένης καινοτομίας hoewel er geen geringe verandering in de welsprekendheid heeft plaatsgevonden Plut. Cic. 2.5; ἡ τῆς ὑποθέσεως καινοτομία de originaliteit van het onderwerp Luc. 63.7.

Middle Liddell

καινοτομία, ἡ, [from καινοτόμος
1. innovation, Plut.
2. novelty, Plut.