κόκκυξ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
ῡγος, ὁ,
A cuckoo, Hes.Op.486, Epich.164, Ar.Av.504, Arist. HA563b14, 618a8; sacred to Hera, Paus.2.17.4; ἐχειροτόνησάν με—κόκκυγές γε τρεῖς, i.e. three fellows who voted over and over again, Ar.Ach.598, cf. κόκκυγες· ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων εἶναι καὶ ὀλίγων ὄντων, Hsch.; μῆλον κόκκυγος, = κοκκύμηλον, Nic.Fr.87. 2 stammerer, nickname of Battus, Sch.Pi.P.4.1. II a sea-fish, piper, Trigla cuculus, said to make a sound like cuckoo, Hp.Int.21, Arist. HA535b18, 598a15, Numen. ap. Ath.7.309f, Speus. ap. eund.7.324f, Opp.H.1.97. III = ὄλυνθος, a fig that ripens early, Nic. Th. 854. IV Medic., os coccygis, Ruf.Onom.114, Gal.2.762; but τρητὸς κ., = the whole os sacrum, Poll.2.183. V mark on a horse's shoulder, Hippiatr.14, 26, 115.
German (Pape)
[Seite 1471] υγος, ὁ, 1) der Kuckuck, nach seinem Geschrei benannt, Hes. O. 484. Er war der Here heilig u. saß auf ihrem Scepter, Paus. 2, 17, 4. – 2) ein Meerfisch, der Knorrhahn, der einen kuckuckähnlichen Ton von sich geben soll, Arist. H. A. 4, 9. – 3) eine frühzeitige Feige, welche um die Zeit reift wenn der Kuckuck ruft, sonst ὄλυνθος; Hippocr., Nic. Ther. 853. – 4) das Kuckucks- oder Steißbein, Galen. u. a. Medic. – 5) als Schimpfwort von geilen und liederlichen Menschen, da der Kuckuck seine Eier in fremde Nester legt u. darin ausbrüten läßt u. somit als eine Art Ehebrecher angesehen wurde, Sp.; auch = ein dummer Mensch, ein Gimpel, Ar. Ach. 598, vgl. Schol. zu der Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
κόκκυξ: -ῡγος, ὁ, ὁ «κοῦκκος», οὕτως ὀνομασθεὶς ἐκ τῆς κραυγῆς αὐτοῦ κόκκυ (ὃ ἴδε), Λατ. coculus, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 484, Ἀριστοφ. Ὄρν. 504, κτλ.· ἦτο ἱερὸς τῆς Ἥρας καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ σκήπτρου αὐτῆς, Παυσ. 2. 17, 4· ― ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 598, ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε τρεῖς, δηλ. τρεῖς φίλοι, οἱ ὁποῖοι ἐβόησαν ἐπανειλημμένως ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε νὰ φανῶσι πλεονάκις τρεῖς· διότι, ὁπόταν ὁ κόκκυξ φωνήσῃ, φαίνεται ὡς νὰ εἶναι ὁ τόπος πλήρης κοκκύγων· οὕτως ὁ Ἡσύχ. «κόκκυγες· ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων εἶναι καὶ ὀλίγων ὄντων»· περὶ τῆς φύσεως, τῶν ἕξεων κτλ. τοῦ κόκκυγος, ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7., 9. 29. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ποιεῖ ψόφον τινὰ ἔχοντα ὁμοιότητα πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ κόκκυγος, Ἱππ. 543. 39, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 5., 8. 13, 3. ΙΙΙ. = ὄλυνθος, Λατ. grossus, εἶδος σύκου πρωΐμως ὡριμάζοντος, Νικ. Θηρ. 854. IV. «τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τοῦ πρὸς τοῖς ἰσχίοις» (Ἡσύχ.) Γαλην. τ. 2. σ. 762, 8 κτλ.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ) :
coucou, oiseau.
Étymologie: onomatopée, v. κόκκυ.
Greek Monolingual
ο (AM κόκκυξ, -υγος)
βλ. κόκκυγας.
Greek Monotonic
κόκκυξ: -ῡγος, ὁ, ο κούκος, ονομάζεται έτσι από το κρώξιμο κόκκυ, Λατ. cuculus, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε τρεῖς, ψηφίστηκα από τρεις φωνές κούκων, δηλ. από τρεις που έδωσαν τις ψήφους τους ξανά και ξανά, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόκκυξ -υγος, ὁ [~ κόκκυ] koekoek; overdr. sukkel. poon (vis).
Russian (Dvoretsky)
κόκκυξ: ῡγος ὁ
1) кукушка Hes., Arph., Arst.;
2) рыба тригла Arst.
Middle Liddell
κόκκυξ, ῡγος, ὁ,
a cuckoo, so called from its cry κόκκυ, Lat. cuculus, Hes., Ar., etc.; ἐχειροτόνησάν με κόκκυγές γε τρεῖς I was elected by three cuckoo-voices, i. e. by three who gave their votes over and over again, Ar.