ἀφαίρεσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A taking away, carrying off, remoual, Pl.Cri.46c (pl.); putting off, τοῦ θνητοῦ Hierocl.in CA27p.483M.; opp. πρόσθεσις, Plu.Lyc.13 (pl.). 2 as law-term, assertion of freedom of a reputed slave, Hyp.Fr.23. 3 amputation, Archig. ap. Orib.47.13.4. II in Logic, abstraction, ἐξ, δι' ἀφαιρέσεως, Arist.Cael.299a16, EN1142a18; esp. τὰ ἐξ ἀ. mathe-matics, Id.AP0.81b3, Metaph.1061a29, al.; opp. ἐκ προσθέσεως, ib. 1077b9; also τὰ ἐν ἀ. ὄντα Id.de An.429b18, al.:—Cicero jokes on this term, Att.6.1.2. 2 Gramm., remoual of initial letters, as in σῦς ὗς, Choerob. in Theod.1p.148H., cf. A.D.Pron.55.13, al.; also of medial letters, ib.93.13; of feet in verse, opp. πρόσθεσις, POxy. 220 iii 3.
German (Pape)
[Seite 406] ἡ, das Wegnehmen, Berauben, χρημάτων Plat. Crit. 46 d, u. sonst; Ggstz πρόσθεσις Plut. Lyc. 13. Bei den Philosophen = Abstraction; so τὰ μὲν γὰρ ἐξ ἀφαιρέσεως λέγεται Arist. de Coel. 3, 1, 6, von der Mathematik, was nicht mit den Sinnen erkannt, sondern durch Abstraction gewonnen wird. Der Scherz bei Cic. ad Att. VI, 1 Cato ἐξ ἀφαιρέσεως provinciam curavit, bezieht sich auf das ärztliche Verfahren der Entziehung überflüssiger Säfte, Blutentleerung; Hyperid. bei Harpocr. ἡ εἰς ἐλευθερίαν, s. ἀφαιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαίρεσις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀφαιρεῖν, ἀποχωρίζειν, λαμβάνειν κατὰ μέρος, Πλάτ. Κρίτων 46C, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσθεσις, Πλουτ. Λυκ. 13. 2) ὡς δικανικὸς ὅρος, ἡ ἀξίωσις περὶ βεβαιώσεως τῆς ἐλευθερίας τινὸς θεωρουμένου δούλου, ‘Υπερείδ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ ἐξ ἀφαιρέσεως, ἀφῃρημένως, καθ’ ἑαυτό τι θεωρούμενον, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1 18, 1· - ὁ Κικέρων παίζει ἐπὶ τούτου τοῦ φιλοσοφ. ὅρου, πρός Ἀττ. 6. 1, 2. 2) παρὰ Γραμμ., ἡ ἀπάλειψις ἀρκτικῶν γραμμάτων, οἷον ἔστη στῆ, ἔβη βῆ, ἔφη φῆ Χοιροβ. τ. 1. σ. 84, 15.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’ôter, d’enlever ; t. de math. soustraction;
2 t. de logique abstraction;
3 t. de gramm. aphérèse, chute de la lettre initiale.
Étymologie: ἀφαιρέω.
Ant. πρόσθεσις.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I c. gen. o abs.
1 acción de quitar τῶν δοθέντων ἀ. οὐκ ἔστι no es posible quitar lo que se ha dado Pl.Phlb.19e, μερίδος καὶ δόσεως LXX Si.41.23, cf. Nym.Kafizin 266a, b, 269a (III a.C.), T.Iob 11
•supresión como liberación de la materia, junto a κάθαρσις: ἐν δ' ἀφαιρέσει καὶ καθάρσει ἀνακύπτει ... ἡ μνήμη Plot.4.3.26, cf. Plu.2.431f, Porph.Sent.32, ἵνα κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ βροτοῦ καὶ θνητοῦ ἡ θεοποιΐα νοῆται Hierocl.in CA 27.5, como pérdida de algún bien ἐλευθερίας Ph.1.40, de un imperio, I.BI 1.4, δώρων Chrys.M.58.500, ὑπαρχόντων Gel.Cyz.HE 2.32.11
•frec. en medic. extirpación, ablación τῶν μερέων Hp.Vict.1.6, κονδυλώματος Hp.Haem.5, cf. VC 17, Archig. en Orib.47.13.4, Plu.2.1010e
•extracción αἵματος e.e. sangría Hp.Coac.337, 481, Archig.9.5B., ἀ. τῶν ἐπιδεσμάτων levantamiento de los vendajes Hp.Medic.3, πηγὰς ὑδάτων ... εἰς ... κόπων ἀφαίρεσιν εὐθέτους manantiales de aguas (termales) beneficiosos para quitar las tensiones musculares D.S.2.57
•confiscación χρημάτων Pl.Cri.46c, cf. I.AI 16.160
•robo, rapiña abs., Hp.Decent.5, τῶν ... τόπων LXX 3Ma.1.1, τῶν σκύλων Hld.1.33.1
•rapto abs., op. εὕρεσις Men.Epit.319, τῆς κόρης Hld.2.24.3
•derrocamiento τοῦ γεγεννηκότος I.AI 7.198.
2 disminución, reducción, sustracción op. μείωσις: τῆς ὑπάρξεως Phld.Oec.p.68, muy frec. op. πρόσθεσις: en medic. ref. a la dieta ἰητρικὴ γάρ ἐστιν ἀ. καὶ πρόσθεσις Hp.Flat.1, ἀ. σιτίων καὶ ποτῶν Hp.Acut.38, cf. Vict.4.89, Aff.44, ἐξ ἀφαιρέσεως curare, curar con un régimen de privación Cic.Att.115.2
•ref. a otras cosas disminución del tamaño de la luna, Hp.Hebd.1, Meth.Arbitr.2, τὸ ἄπειρον ἔστι μὲν προσθέσει, ἔστι δὲ καὶ ἀφαιρέσει el infinito es por adición y también por sustracción Arist.Ph.206a15, τὰ ... μικρὰ ... συμβόλαια ἐπὶ τῶν καιρῶν προσθέσεις λαμβάνοντα καὶ ἀφαιρέσεις los pequeños acuerdos que aumentan o disminuyen según las circunstancias Plu.Lyc.13, τῆς ... ἔνδον δυνάμεως ἀφαίρεσιν λαμβανούσης reduciéndose la fuerza interior D.S.13.56, ἀ. τῶν μεγέθων de las flautas, Aristid.Quint.109.12, οὔτε ἀφαίρεσιν ἢ ἐλάττωσιν ταύτης (τῆς εὐδαιμονίας) Plot.1.4.14.
3 geom. deducción τὰ αἰσθητὰ σχήματα προσθέσεις καὶ ἀφαιρέσεις καὶ ἀλλοιώσεις τινὲς ἀπογεννῶσιν Procl.in Euc.139.14.
II lóg., abs.
1 abstracción δι' ἀφαιρέσεως op. ἐξ ἐμπειρίας Arist.EN 1142a18, τὰ ἐν ἀφαιρέσει ὄντα las abstracciones Arist.de An.429b18, τῶν ἐξ ἀφαιρέσεως οὐδενὸς οἷόν τ' εἶναι τὴν φυσικὴν θεωρητικήν es imposible que la ciencia natural se aplique a algunos de los productos de la abstracción Arist.PA 641b11, διὰ τὸ τὰ μὲν ἐξ ἀφαιρέσεως λέγεσθαι, τὰ μαθηματικά, τὰ δὲ φυσικὰ ἐκ προθέσεως porque se habla de seres matemáticos en virtud de una abstracción, y de seres físicos en virtud de una adición Arist.Cael.299a16, cf. Metaph.1077b10, τὰ ἐξ ἀφαιρέσεως las matemáticas Arist.APo.81b3, Metaph.1061a29
•resta, sustracción op. σύνθεσις Dioph.14.4.
2 negación τὰ ... ἐν ἀφαιρέσει ... λεγόμενα las cosas dichas mediante negación Plot.6.8.11, cf. Dion.Ar.DN M.3.640B, octaua species definitionis est quam Graeci κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ ἐναντίου dicunt Isid.Etym.2.29.9.
III gram., abs. aféresis ἀ. δὲ ἐστι πάθος τὸ ἐν τῇ ἀρχῇ γινόμενον, οἷον σῦς ὗς Choerob.in Theod.p.148, cf. A.D.Pron.55.13
•síncopa de sonidos intermedios, A.D.Pron.93.13
•disminución de sílabas en un verso, op. πρόσθεσις anón. métr. en POxy.220.3.3, de elementos en una composición estilística, D.H.Comp.6, ἀφαιρέσεις op. προσθῆκαι en los κῶλα, D.H.Comp.9.
IV jur. derecho a quedarse con una determinada posesión en sustitución de un ausente, Pl.Lg.914d
•manumisión ἀ. ἰδίως λέγεται ἡ εἰς ἐλευθερίαν Hyp.Fr.23.
Greek Monotonic
ἀφαίρεσις: -εως, ἡ (ἀφαιρέω), αφαίρεση, απομάκρυνση, σε Πλάτ.
Greek Monolingual
η (AM ἀφαίρεσις)
1. η απόσπαση, ο αποχωρισμός ενός μέρους από ένα σύνολο
2. η αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης
3. η αντίστροφη πράξη της πρόσθεσης στα μαθηματικά
4. η νοητική διαδικασία με την οποία αφήνονται καταμέρος ατομικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων και μένουν τελικά τα κοινά στοιχεία που προσδιορίζουν τη φύση ενός αριθμού πραγμάτων
νεοελλ.
υπεξαίρεση χρημάτων
αρχ.-μσν.
αποκοπή μέλους του σώματος
μσν.
(για τον ήλιο) έκλειψη
αρχ.
αγωγή για αναγνώριση της ελευθερίας κάποιου που θεωρείται δούλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφαίρεσις: εως ἡ
1) отнятие, лишение (χρημάτων Plat.; πλούτου Plut.);
2) убывание (τὸ τῆς φθίδεως αἴτιον ἀ. τις Arst.);
3) лог. отвлечение, абстракция: τὰ ἐξ ἀφαιρέσεως и ἐν ἀφαιρέσει λεγόμενα Arst. отвлеченные слова;
4) грам. афереза (опущение начальной буквы, напр. αἶα вм. γαῖα).