ἄζα

From LSJ
Revision as of 05:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄζα Medium diacritics: ἄζα Low diacritics: άζα Capitals: ΑΖΑ
Transliteration A: áza Transliteration B: aza Transliteration C: aza Beta Code: a)/za

English (LSJ)

ἡ,

   A heat, ἠελίου Opp.C.1.134, cf. 3.324.    2 dryness, of the skin, χροός Nic.Th.304.    3 metaph., unsatisfied desire, Call.in PGen.97 ii 7.    II dirt, mould, σάκος πεπαλαγμένον ἄζη Od. 22.184.    2 dry sediment, Sch. Theoc.5.109. (Cf. Lat. areo.)

German (Pape)

[Seite 43] ἡ, Dürre, χροός Nic. Th. 303; Gluth, ἠελίοιο Opp. C. 1, 133, vgl. 3, 324; Staub, Schmutz, σάκος πεπαλαγμένον ἄζῃ Hom. Od. 22, 184 (ἅπαξ εἰρημ.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄζα: ἡ, (ἴδ. ἄζω) = θερμότης, ἠελίου, Ὀππ. Κ. 1. 134. πρβλ. 3. 324. ξηρασία, ξηρότης τοῦ δέρματος: χροός, Νίκ. Θ. 304, ἔνθα ὁ Schneid. ἔχει ἄτῃ˙ ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Χ. 184 παλαιὰ ἀσπὶς (σάκκος) λέγεται ὅτι ἦτο πεπαλαγμένον ἄζῃ, = κεκαλυμμένον ὑπὸ ἀκαθαρσίας ἢ εὐρῶτος: - ἐπὶ ξηρᾶς ὑποστάθμης, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 109.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
brunissure.
Étymologie: ἄζω.

Greek Monotonic

ἄζα: ἡ (ἄζω), ξηρασία, ξηρότητα· σε Ομήρ. Οδ., παλιά η ασπίδα λεγόταν ότι ήταν πεπαλαγμένον ἄζῃ, καλυμμένη με ακαθαρσίες ή από σκόνη και χώμα.

Russian (Dvoretsky)

ἄζα: ион. ἄζη ἡ нагар, ржавчина: σάκος πεπαλαγμένον ἄζῃ Hom. покрытый ржавчиной щит.

Middle Liddell

[ἄζω]
drought: in Od. an old shield is said to be πεπαλαγμένον ἄζῃ coated with dry dirt or mould.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄζα -ης, ἡ [~ ἄζω stof, vuil.