δυσφροσύνη

From LSJ
Revision as of 21:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφροσύνη Medium diacritics: δυσφροσύνη Low diacritics: δυσφροσύνη Capitals: ΔΥΣΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: dysphrosýnē Transliteration B: dysphrosynē Transliteration C: dysfrosyni Beta Code: dusfrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A anxiety, care, Hes. Th.528, Simon.86 (both times in Ep. gen. pl. δυσφροσυνάων): pl., E.Tr.597 (lyr.), Ph.2.75.

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, Mißmuth, Kummer; Hes. Th. 528, im plur.; vgl. Simonid. Ath. X, 447 a.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφροσύνη: ἡ, στενοχωρία, μέριμνα, φροντίς, Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chagrin, inquiétude.
Étymologie: δύσφρων.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Morfología: [plu. gen. -έων Hes.Th.102, -άων Hes.Th.528, Simon.73D.; dat. -αισι E.Tr.597]
1 pena, aflicción εἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων ... δυσφροσυνέων ἐπιλήθεται Hes.Th.102, Ἡρακλέης ... ἐλύσατο δυσφροσυνάων Héracles lo liberó de sus penas a Prometeo, Hes.Th.528, οὐδ' ἂν δυσφροσύνας ... θνητὸς ἀνὴρ ... προφύγοι Thgn.1189, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνά<ω>ν vino que ahuyenta las penas Simon.l.c., op. εὐφροσύνη Hp.Morb.Sacr.14, Chrysipp.Stoic.3.19, τὰς δυσφροσύνας ἐκποδὼν ποιησάμενοι Ph.2.75.
2 irritación, indignación c. gen. subjet. οἰχομένας πόλεως ... δυσφροσύναισι θεῶν E.l.c.

Greek Monolingual

δυσφροσύνη, η (Α)
η δυσφρόνη.

Greek Monotonic

δυσφροσύνη: ἡ, στενοχώρια, μέριμνα, φροντίδα, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.

Russian (Dvoretsky)

δυσφροσύνη: ἡ огорчение, печаль Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσφροσύνη -ης, ἡ [δύσφρων] plur. zorgen.

Middle Liddell

δυσφροσύνη, ἡ,
anxiety, care, Hes., in epic gen. pl. δυσφροσυνάων. [from δύσφρων