ἔκθαμβος

From LSJ
Revision as of 16:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθαμβος Medium diacritics: ἔκθαμβος Low diacritics: έκθαμβος Capitals: ΕΚΘΑΜΒΟΣ
Transliteration A: ékthambos Transliteration B: ekthambos Transliteration C: ekthamvos Beta Code: e)/kqambos

English (LSJ)

ον,

   A amazed, astounded, Plb.20.10.9, Act.Ap. 3.11, Tab.Defix.5.20, Orph.Fr.49 vi88.    II terrible, Thd.Da.7.7.

German (Pape)

[Seite 760] ganz betäubt, erschrocken, Pol. 30, 10, 9; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθαμβος: -ον, ἔκπληκτος, Πολύβ. 20. 10, 9, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 11. - Ἐπιρρ. ἐκθάμβως, μετὰ θάμβους, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boisson τ. 2. σ. 422 F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 frappé d’effroi ou de stupeur;
2 terrible.
Étymologie: ἐκ, θαμβέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 estupefacto, atónito en func. pred. c. γίγνομαι: ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳ Orph.Fr.49.88, οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Plb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.Serm.B 10.4.3, ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμην Herm.Vis.3.1.5, οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ] ενόμενοι TDA 271.20 (Hadrumeto III d.C.), ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος Basil.M.30.108B, ὅλος ἔ. γέγονεν Chrys.M.60.727, πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενος Hom.Clem.12.10.1
c. otros verb. συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοι Act.Ap.3.11, αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦν sus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción Procop.Goth.2.20.25, ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινεν Io.Mal.Chron.10.230, εἶδον αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον Proteu.18.2, ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκει A.Andr.Gr.62.29, (νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοι Eust.468.18.
2 que produce estupor o terror, terrible, espantoso θηρίον LXX Da.7.7θ, εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπον ref. el infierno, Chrys.M.60.683
que produce estupefacción, arrobador de la encarnación y el nacimiento de Jesús τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριον Epiph.Const.Haer.79.6.4.

English (Strong)

from ἐκ and θάμβος; utterly astounded: greatly wondering.

English (Thayer)

(ἐκθαυμάζω) (imperfect ἐξεθαύμαζον); to wonder or marvel greatly (see ἐκ, VI:6): ἐπί τίνι, at one, T WH. (Dionysius Halicarnassus, Longinus, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθαμβος, -ον)
αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή κατάπληξη
αρχ.
φοβερός, φρικτός.

Greek Monotonic

ἔκθαμβος: -ον, έκπληκτος, κατάπληκτος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἔκθαμβος: изумленный, пораженный (ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Polyb.; συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ἔκθαμβοι NT).

Middle Liddell

ἔκ-θαμβος, ον
amazed, astounded, NTest.

Chinese

原文音譯:œkqamboj 誒克-探波士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:出去-畏懼(的)
字義溯源:非常驚訝,很覺希奇;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出於,由於)與(θάμβος)=驚慌失措)組成;而 (θάμβος)出自(τάφος)X*=驚訝)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 很覺希奇(1) 徒3:11