δαρτός
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ή, όν, (δέρω)
A flayed, ἵππων δ. πρόσωπα the skin flayed from horses' heads, Choeril.4.5; δ. χιτών, of skin stripped off, Paul.Aeg. 6.61. II τὰδ. fish which must be skinned before dressing, Mnesith. ap.Ath.8.357c; of animals, ἕν τι τῶν δ. ὀνομαζομένων Gal.2.644, cf. IG12.190, SIG57.31 (Milet., V. B.C.).
German (Pape)
[Seite 523] abgehäutet, Galen.; τὰ δαρτά, eine Art Fische, die in der Küche abgehäutet werden, Ath. VIII, 357 c; χιτών, eine von den Häuten, die die Hoden umgeben, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δαρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέρω, = γδαρμένος, δαρτὰ πρόσωπα ἵππων, πρόσωπα ἵππων ἄνευ δέρματος, γδαρμένα, Χοιρίλ. 4· δ. χιτών, εἷς τῶν χιτώνων τῶν ὄρχεων, Παῦλ. Αἰγ. 6. 61. ΙΙ. τὰ δαρτά = ἰχθύες ἄνευ λεπίδων, ἀλλ’ ἔχοντες σκληρὸν δέρμα, ὥστε ἀνάγκη νὰ ἐκδαρῶσι πρὶν παρασκευασθῶσιν, Ἀθήν. 357C.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): δρᾰτός Il.23.169
I 1desollado σώματα Il.l.c., ἵππων δαρτὰ πρόσωπα Choeril.6.4.
2 despegado, suelto χιτών de la piel de la parte superior del escroto, Ruf.Anat.61, ὑμένες Paul.Aeg.6.61.
II subst. τὸ δ.
1 animal de desuello, que es para el desuello (sc. ἱερεῖον) esp. ref. a anim. ovinos o bovinos Milet 1(3).133.31 (V a.C.), τὰ δαρτά op. τὰ με̄̀ δαρτά ref. a cerdos y aves IG 13.255B.15, cf. 19 (V a.C.), op. εὑστόν Ath.Agora 19.L4a.32 (IV a.C.), usado para la disección τὸ ζῶον ἕν τι τῶν δαρτῶν ὀνομαζομένων, οἷον ἢ πρόβατον ἢ βοῦν ἢ αἶγα Gal.2.644
•tb. de pescados de piel dura no escamosa, Mnesith.Ath.38.12.
2 dud. prepucio Hippon.20.3 (ap. crít.).
• Etimología: Como ai. dr̥tá-, deriv. en *to sobre la r. de δέρω q.u., en grado ø.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δαρτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος
2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή»)
3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα»)
μσν.
φρ. «δαρτὸς χιτών» — ένας από τους χιτώνες τών όρχεων
αρχ.
1. ο γδαρμένος («ἵππων δαρτὰ πρόσωπα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαρτά, τα
ψάρια χωρίς λέπια, αλλά με σκληρό δέρμα, ώστε να χρειάζονται γδάρσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω
αντιστοιχεί επακριβώς σε αρχ. ινδ. drta-. Από αυτό προήλθε και η γλώσσα του Ησυχίου «δάρτινον
πέπλον λινούν»].