εὔλυτος
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ον, (λύω)
A easy to untie or loose, X.Cyn.6.12; ὑποδέσεις D.S.15.44; loose, θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐ. Id.3.22. 2 easy to relax, relaxed, διαχωρήσιες Hp.Prog.18, cf. Arist.Pr.876b31. 3 loosely knit, supple, of joints, Id.Phgn.809b26 (Comp.), 811a1; loose, of a machine, Hero Aut.26.3. 4 soluble, easily dissolved, Dsc.5.159; σπλήν friable, Aret.SD1.14; soft, yielding, of the os uteri, Hp.Mul. 2.115: hence metaph., easily dissolved or broken, στέργηθρα E.Hipp. 256 (anap.); of engagements, X.HG5.2.19; of health, Gal.5.443; of problems, easy to solve, Arist.GA755b23, Just.Nov.97.6 Intr. 5 easily released, of the foetus, εὐ. πρὸς τὸν τόκον Hp.Septim.4 (Comp.): so metaph., στόμα εὔ. πρὸς λοιδορίαν Thphr.Char.6.10. b free from burdens, at ease, Jul.Caes.315b. II Adv. -τως easily, freely, οὖρα οὐκ εὐ. ἰόντα Hp.Coac.446; εὐ. στρέφεσθαι Hero Aut.18.1; εὐ. [πέλτην] μεταφέρειν D.S.5.34; loosely, ἐναγκυλίζεσθαι Plb.27.11.5.
German (Pape)
[Seite 1079] leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; κοιλία Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηθρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέθ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; ἑρμηνεία Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὔλῠτος: -ον, (λύω) εὐκόλως λυόμενος, Ξεν. Κυν. 6. 12. 2) ἐπὶ εὐκοιλιότητος, αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι Ἱππ. Προγν. 43, Ἀριστ. Προβλ. 4. 3. 3) χαλαρῶς συνηρθρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8., 6, 15: ― ἐπὶ προσώπων, εὐκίνητος, ἐλαφρός, Διόδ. 3. 32. 4) μεταφ., εὐκόλως διαλυόμενος, στέργηθρα Εὐρ. Ἱππ. 256· ἐπὶ πολιτικῶν σχέσεων καὶ συνθηκῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· ἐπὶ προβλημάτων, εὐκόλως λυόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 3. 5, 5. 5) μεταφ., ὡσαύτως, στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν Θεοφρ. Χαρακτ. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, εὐκόλως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 190, Πολύβ. 27. 9, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à délier, fig. facile à rompre, qui se rompt facilement (amitié, engagement, etc.).
Étymologie: εὖ, λύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔλυτος, -ον)
1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.)
2. μτφ. αυτός του οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα»)
αρχ.
1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.)
2. χαλαρός («αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι», Ιπποκρ.)
3. (για τις αρθρώσεις) ο συναρμοσμένος χαλαρά
4. ασύνδετος, ασυναρμολόγητος
5. αυτός που διαλύεται ή που θρυμματίζεται εύκολα
6. (για το στόμιο της μήτρας) μαλακός, εύκαμπτος, υποχωρητικός
7. αυτός που εξατμίζεται, που αποσυντίθεται εύκολα («εὔλυτα στέργηθρα», Ευρ.)
8. (για υγεία) επισφαλής
9. ιατρ. (για έμβρυο) αυτός που εξέρχεται εύκολα
10. επιρρεπής («στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν», Θεόφρ.)
11. απαλλαγμένος από στενοχώριες και φροντίδες
12. ελεύθερος, ανεμπόδιστος.
επίρρ...
εὐλύτως (ΑΜ)
εύκολα, με εύκολη λύση
αρχ.
χαλαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυτός (< λύω)].
Greek Monotonic
εὔλῠτος: -ον (λύω),
1. αυτός που λύνεται ή χαλαρώνεται εύκολα, σε Ξεν.· εὔλ. πρὸς λοιδορίαν, αυτός που εύκολα ξεσπά σε βρισιές, σε Θεόφρ.
2. μεταφ., αυτός που εύκολα διαλύεται ή παύει να ισχύει, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὔλῠτος:
1) легко отвязываемый (κύνες Xen.);
2) легко расслабляющийся (κοιλία Arst.);
3) легко расторгаемый (στέργηθρα Eur.);
4) легко разрешаемый (ἀπορία Arst.);
5) легкий в движениях, подвижный (ὦμοι Arst.);
6) проворный, ловкий (κινήσεις Diod.).