εὐαπόβατος

From LSJ
Revision as of 22:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαπόβᾰτος Medium diacritics: εὐαπόβατος Low diacritics: ευαπόβατος Capitals: ΕΥΑΠΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: euapóbatos Transliteration B: euapobatos Transliteration C: evapovatos Beta Code: eu)apo/batos

English (LSJ)

ον,

   A easy to disembark on, νῆσος -ωτέρα Th.4.30.

German (Pape)

[Seite 1057] bequem zum Landen, νῆσος εὐαποβατωτέρα Thuc. 4, 30.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπόβατος: -ον, ἐφ’ οὗ εὔκολον εἶναι νὰ κάμῃ τις ἀπόβασιν, νῆσος εὐαποβατωτέρα Θουκ. 4. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on peut facilement aborder ou débarquer;
Cp. εὐαποβατώτερος.
Étymologie: εὖ, ἀποβαίνω.

Greek Monolingual

εὐαπόβατος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να κάνει απόβαση («τὴν νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-βαίνω].

Greek Monotonic

εὐαπόβᾰτος: -ον (ἀποβαίνω), αυτός που είναι εύκολος στην απόβαση, κατάλληλος, πρόσφορος για αποβίβαση, για προσεδάφιση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰπόβᾰτος: удобный для высадки (νῇσος εὐαποβατωτέρα οὖσα Thuc.).

Middle Liddell

εὐ-απόβᾰτος, ον ἀποβαίνω
easy to disembark on, convenient for landing, Thuc.