ἀναδύνω
τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
English (LSJ)
A come to the top of the water, Batr.90, Arist.Fr.335; of rivers which have disappeared into the earth, emerge, Id.Mete.356a25.
German (Pape)
[Seite 187] = folgd., Batrach. 91.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδύνω: ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος, Βατραχομ. 90.
French (Bailly abrégé)
c. ἀναδύομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀνδύνω Opp.H.5.609
• Prosodia: [-ῡ-]
1 salir a la superficie, emergerde animales Batr.90, Arist.Fr.335, Aesop.9.1, Ael.NA 11.22
•emerger, reaparecer de ríos que desaparecen bajo tierra, Arist.Mete.356a25, Plb.12.4d.6.
2 retroceder Opp.l.c.
Greek Monolingual
ἀναδύνω (Α)
ανέρχομαι στην επιφάνεια του νερού, αναδύομαι, επανεμφανίζομαι, προβάλλω πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δύνω, άλλος τ. του δύω].
Greek Monotonic
ἀναδύνω: [ῡ], ανέρχομαι στην επιφάνεια του νερού, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδύνω: (ῡ) Batr. = ἀναδύομαι.
Middle Liddell
A. to come to the top of water, Batr.
B. ἀναδύομαι
I. to come up, rise from the sea, c. gen., Hom.; so c. acc., ἀνεδύσατο κῦμα θαλάσσης Il.
II. to draw back, retire, Hom.: to shrink back, hesitate, Ar.:—of springs, to fail, Plut.
2. c. acc. to draw back from, shun, πόλεμον Il.