καθαγίζω

From LSJ
Revision as of 18:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθᾰγίζω Medium diacritics: καθαγίζω Low diacritics: καθαγίζω Capitals: ΚΑΘΑΓΙΖΩ
Transliteration A: kathagízō Transliteration B: kathagizō Transliteration C: kathagizo Beta Code: kaqagi/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ: Ion. fut. inf.

   A κατ-αγιεῖν Hdt.1.86:—devote, dedicate, ἀκροθίνια θεῶν ὅτεῳ δή l.c.; νήττῃ πυρούς Ar.Av.566, cf. Lys.238, Pl.Criti.120a, Men. 319.13, etc.; esp. of a burnt offering, θυμιήματα κ. Hdt.2.130; κ. πυρί ib.47; κ. ἐπὶ πύρης Id.7.167; ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Id.1.183; ἀρκεύθου ξύλοις Paus.2.10.5: abs., Hdt.2.40, etc.; make offerings to the dead, Luc. Luct.9:—Pass., cj. in Ph.1.190 (καταγιζ- Pap., καθαγνιζ- codd.), 558 (καθαγνιζ- codd.).    II generally, burn, καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου [ἐπὶ τὸ πῦρ] Hdt.1.202; esp. burn a dead body, τὸ σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐν ἀγορᾷ κ. Plu.Ant.14, cf. Brut.20; so (as cj. for καθήγνισαν) ὅσων σπαράγματ' ἢ κύνες καθήγισαν whose mangled bodies dogs have buried, i.e. devoured, S.Ant.1081 (= μετὰ ἄγους ἐκόμισαν, Sch.).

German (Pape)

[Seite 1279] widmen, weihen, heiligen, bes. opfern; Ar. Lys. 238 φέρ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε (κύλικα); Av. 566 ἢν δὲ Ποσειδῶνι τις οἶν θύῃ, νήττῃ πυροὺς καθαγίζειν; Plat. πάντα τοῦ ταύρου τὰ μέλη Critia. 119 e; τοὺς τρίποδας τοῖς θεοῖς Ath. XI, 489 c; als Opfer verbrennen, Her. 1, 86. 7, 54 u. öfter, καταγιζόμενον πυρὶ θυμίημα 1, 198; Sp., τοὺς κακούργους μετ' ἄλλων πολλῶν ἀπαρχῶν D. Sic. 5, 32; verbrennen, ohne daß man an Opfer zu denken hat, ὀσφραινομένους καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῦρ μεθύσκεσθαι Her. 1, 202; Todte verbrennen, το σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ ἀγορᾷ καθαγίσαι Plut. Anton. 14, vgl. Brut. 20; Todtenopfer darbringen, τρέφονται ταῖς παρ' ἡμῖν χοαῖς καὶ τοῖς καθαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων Luc. de luct. 9; Philostr. – Vgl. καθαγνίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καθαγίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ· Ἰων. καταγιῶ Ἡρόδ. 1. 86. Καθιερῶ, προσφέρω εἰς θεόν τινα, τινί τι, ἀκροθίνια ταῦτα καταγιεῖν θεῶν ὅτεῳ δὴ Ἡρόδ. ἔνθα ἀνωτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 566, πρβλ. Λυσιστρ. 238, Πλάτ. κλ.· - ἐπὶ θυσίας διὰ πυρός, θυμιήματα κ. Ἡρόδοτ. 2. 130· κ. πυρὶ αὐτόθι 47· κ. ἐπὶ πυρῆς 7. 167· ἐπὶ τοῦ βωμοῦ 1. 183· ἀπολ., 2. 40, κτλ.: - προσφέρω προσφορὰς εἰς τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν, Λατ. parentare, Λουκ. περὶ Πένθους 9. ΙΙ. καθόλου, καίω, καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῦρ Ἡρόδ. 1. 202· - καίω νεκρὸν σῶμα, ἔτι δὲ καὶ θάπτω, Πλούτ. Ἀντών. 14, πρβλ. Βροῦτ. 20· οὕτω πιθαν. ἐν Σοφ. Ἀντ. 1081, ὅσων σπαράγματ’ ἢ κύνες καθήγισαν, ὅσων τὰ κατεσπαραγμένα σώματα κύνες ἔθαψαν, δηλ. κατέφαγον, (Λαυρ. Κῶδ. καθήγνισαν· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει, μετὰ ἅγους ἐκόμισαν· ὁ Δινδ. ἕπεται τῷ Wunder νομίζοντι ὅτι οἱ στίχοι 1080-1083 εἶναι νόθοι), ἴδε σημ. Jebb, ὅστις παραδέχεται τὴν γραφὴν καθήγνισαν.

French (Bailly abrégé)

I. déposer pour une consécration, consacrer, offrir en sacrifice, acc. ; abs. offrir un sacrifice aux mânes (lat. parentare);
II. particul. offrir un sacrifice par le feu, brûler pour un sacrifice : καθ. πυρί HDT, καθ. ἐπὶ πύρης HDT déposer sur un bûcher :
1 brûler en gén.
2 p. ext. enterrer un mort après l’avoir brûlé sur le bûcher ; enterrer, ensevelir en gén. : ὅσων σπαράγματα κύνες καθήγισαν SOPH de tous ceux dont les chiens ont enseveli, càd dévoré les membres déchirés.
Étymologie: κατά, ἁγίζω.

Greek Monolingual

καθαγίζω και ιων. τ. καταγίζω (Α)
1. προσφέρω κάτι σε θεό, αφιερώνω σε θεό, καθιερώ («ἀκροθίνια ταῡτα καταγιεῑν θεῶν ὅτεῳ, δή», Ηρόδ.)
2. ιδίως για θυσία πάνω σε φωτιά («θυμιήματα δὲ παρ' αὐτῆ παντοῑα καταγίζουσι», Ηρόδ.)
3. αφιερώνω, προσφέρω κάτι στις ψυχές τών νεκρών («τρέφονται δὲ ταῑς παρ' ἡμῶν χοαῑς καὶ τοῑς καθαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων», Λουκιαν.)
4. (γενικώς) καίω («καταγιζομένου τοῦ καρποῡ», Ηρόδ.)
5. καίω νεκρό σώμα («τὸ σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐν ἀγορᾱ καθαγίζειν», Πλούτ.)
6. κατατρώγω, καταβροχθίζω και συνεκδ. ενταφιάζω, θάβω («ὅσων σπαράγματ' ἤ κύνες καθήγισαν» — όσων τα κατασπαραγμένα σώματα έθαψαν οι σκύλοι, δηλ. τά καταβρόχθισαν, τά κατέφαγαν, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἁγίζω.

Greek Monotonic

καθᾰγίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, Ιων. κατ-·
I. αφοσιώνω, αφιερώνω, προσφέρω σε θεό, τί τινι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για θυσία μέσω φωτιάς, σε Ηρόδ.· κάνω, δίνω προσφορές, προσφέρω θυσίες στις ψυχές των νεκρών, Λατ. parentare, σε Λουκ.
II. γενικά, καίω, καταγιζομένου τοῦ καρποῦ, σε Ηρόδ.· καίω νεκρό σώμα, ακόμη και θάβω, σε Πλούτ.· ομοίως και, ὅσων σπαράγματ' ἢ κύνες καθήγισαν, όσων τα κατασπαραγμένα σώματα έθαψαν τα σκυλιά, δηλ. τα κατέφαγαν, τα κατεσπάραξαν, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾰγίζω: ион. κατᾰγίζω
1) культ. совершать приношение, торжественно приносить в дар (πυρούς τινι Arph.; πάντα τοῦ ταύρου τὰ μέλη Plat.);
2) сжигать в виде жертвы (θυμιήματα Her.; κακούργους Diod.): κ. πυρί или ἐπὶ πυρῆς Her. возлагать на костер (для сожжения в жертву);
3) предавать огню, сжигать (τὸν καρπόν Her.; τὸ σῶμά τινος Plut.);
4) хоронить, погребать: ὅσων σπαράγματα ἢ κύνες καθήγισαν, ἢ θῆρες Soph. чьи растерзанные останки погребли (в себе, т. е. пожрали) псы или дикие звери.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-αγίζω, Ion. καταγίζω, fut. καθαγίσω of καθαγιῶ, Ion. inf. fut. καταγιεῖν, wijden:; νήττῃ πυροὺς καθαγίζειν tarwekorrels aan de eend wijden Aristoph. Av. 566; offeren:; καταγίζουσι λιβανωτοῦ χίλια τάλαντα zij offeren 1000 talenten wierook Hdt. 1.183.2; uitbr. verbranden (i.h.b. bij begrafenisritueel):. τὸ σῶμα του Καίσαρος ἐν ἀγορᾷ καθαγίζειν het lijk van Caesar op de markt verbranden Plut. Ant. 14.8; τὰ καθαγιζόμενα ἐπὶ τῶν τάφων de brandoffers op de graven Luc. 40.9.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ ionic κατ-
I. to devote, dedicate, offer to a god, τί τινι Hdt., Ar., etc.:—of a burnt offering, Hdt.:— to make offerings to the manes, Lat. parentare, Luc.
II. generally, to burn, καταγιζομένου τοῦ καρποῦ Hdt.:— to burn a dead body, and even to bury, Plut.:—so, ὅσων σπαράγματ' ἢ κύνες καθήγισαν whose mangled bodies dogs have buried, i. e. devoured, Soph.