μερικός

From LSJ
Revision as of 08:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῐκός Medium diacritics: μερικός Low diacritics: μερικός Capitals: ΜΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: merikós Transliteration B: merikos Transliteration C: merikos Beta Code: meriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A partial, ἔκλειψις Cleom.2.6, al.; minutely subdivided, ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι] Id.1.11.    II particular, individual, special, Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.Herc.1055.16, Hero *Deff.136.11 (Comp.), Porph.Sent.22, Jul.Gal.148c, etc.; μ. ψυχή, νοῦς, Procl.Inst.109, cf. Dam.Pr.397; μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl.in CA 24p.474M. Adv. -κῶς Gal.16.411, Porph.Sent.22, etc.; opp. καθολικῶς, A.D.Adv.123.1: Comp. -ώτερον ib.138.9.

German (Pape)

[Seite 134] zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μερῐκός: -ή, -όν, ὁ εἰς μέρος ἀνήκων, κεχωρισμένος, ἰδιαίτερος, Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87. - Ἐπίρρ. μερικῶς Εὐστ. 48, 31, συγκρ. μερικώτερον Α. Β. 538. 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM) μερικός, -ή, -όν) μέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)
2. αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε αντιδιαστολή προς τον ολικό («μερική έκλειψη ηλίου»)
νεοελλ.
φρ. «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως δήλωση υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα
νεοελλ.-μσν.
1. περιορισμένος σε έκταση, ένταση ή διάρκεια
2. (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα μέτρα»)
β) λίγοι, λιγοστοί
μσν.
1. ορισμένος
2. λίγος
3. ιδιαίτερος, εξαιρετικός
4. αρκετός, κάμποσος
5. συνοπτικός (α. «μερικὴ διήγησις» β. «μερικὸν χρονικόν»)
6. προσωπικός, ατομικός (οφελος μερικόν»
7. μοναδικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ μερικόν
η επιμέρους εξέταση
9. (το ουδ. ως επίρρ.) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο.
επίρρ...
μερικώς (ΑM μερικῶς, Μ και μερικά)
από μερική άποψη, εν μέρει, λίγο, μονομερώς
νεοελλ.
περιορισμένα, ανεπαρκώς
μσν.
1. ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα
2. λεπτομερώς.

Russian (Dvoretsky)

μερῐκός: частичный Diog. L.