Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκαίνω

From LSJ
Revision as of 21:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκαίνω Medium diacritics: λευκαίνω Low diacritics: λευκαίνω Capitals: ΛΕΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: leukaínō Transliteration B: leukainō Transliteration C: lefkaino Beta Code: leukai/nw

English (LSJ)

late aor. 1 inf. λευκᾶναι (v. infr.): pf. Pass.

   A λελεύκασμαι Diph.Siph. ap. Ath.2.54b, Orib.Fr.102:—make white, λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν Od.12.172; ἅλα ῥοθίοισι λ. E.Cyc.17; ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος Theoc.14.70; plaster with whitening, λευκᾶναι τὰ λευκώματα Ephes.3p.148:—Pass., to be or become white, Arist.GA 730a6, Sopat.8, A.R.1.545, Diph.Siph.l.c.; to be clarified, of oil, Orib.l.c.    2 cause to appear white, of the effect of dawn on lamplight, E.IA157 (anap.).    II Pass., have a sensation of whiteness, S.E.M.7.191, al.    III intr., grow white, E.Hyps.Fr.34(60) i13, Arist.Pr.890a9, LXXLe.13.19; ἀφροῖο with foam, Nic.Al.170.

German (Pape)

[Seite 33] 1) weiß machen, weiß färben; λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν, sie ruderten, daß das Wasser schäumte, schlugen es mit den Rudern weiß, Od. 12, 172; danach sagt Eur. γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες, Cycl. 17; vom Lichte, erhellen, I. A. 156; von dem Alter sagt Theocr. 14, 70 ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος, den Bart weiß machend. – Pass. weiß werden, weiß sein, μεταβεβληκότος τοῦ ᾠοῦ ἐκ τοῦ ὠχρὸν εἶναι εἰς τὸ λευκαίνεσθαι Arist. gen. anim. 1, 21; λελευκασμένος Diphil. bei Ath. II, 54 b; Nonn. D. 9, 105. – 2) intr., weiß werden, vom Schaume, Nic.

Greek (Liddell-Scott)

λευκαίνω: Παθ. πρκμ. λελεύκασμαι Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 54Β· (λευκός). Κάμνω τι λευκόν, λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσι, «κατὰ συνεκδοχὴν ἀντὶ τοῦ, συντόνως ἤρεσσον, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος· λευκαίνεται γὰρ ὑπὸ τῶν κωπῶν τὸ ὕδωρ ἀπὸ τοῦ σφοδρῶς κωπηλατεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 172· γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες Εὐρ. Κύκλ. 17· λάβεσθε κώπης, ῥόθιά τ’ (ἐκ) λευκαίνετε Ι. Τ. 1387· ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος Θεόκρ. 14. 70· ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι λευκός, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 545, Δίφιλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 9, κ. ἀλλ. 2) κάμνω τι λευκὸν ἢ λαμπρόν, λαμπρύνω, ἠὼς λευκαίνει φῶς, ἡ αὐγὴ λαμπρύνει τὸ φῶς αὑτῆς, Εὐρ. Ι. Α. 156. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι λευκός, Ἀριστ. Προβλ. 9. 4, 3, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 19)· ἀφροῖο, μὲ ἀφρόν, Νικ. Ἀλ. 170.

French (Bailly abrégé)

f. λευκανῶ, ao. ἐλεύκανα ; pf. Pass. λελεύκασμαι;
tr.
1 rendre blanc, faire blanchir, acc.;
2 rendre clair, faire briller : ἠὼς λευκαίνει φῶς EUR l’aurore fait briller sa blanche lumière.
Étymologie: λευκός.

English (Autenrieth)

make white, with foam, Od. 12.172†.

English (Strong)

from λευκός; to whiten: make white, whiten.

English (Thayer)

1st aorist ἐλεύκανα (cf. Winer s Grammar, § 13,1d.; Buttmann, 41 (35)); (λευκός); from Homer down; the Sept. for הִלְבִּין; to whiten, make white: τί, Mark 9:3; Revelation 7:14. (λευκοβύσσινον) WH marginal reading, others βύσσινον λευκόν, see in βύσσινος.]

Greek Monolingual

(AM λευκαίνω) λευκός
1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ.
β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ.
γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῦ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον κατεσκίαστο», Θεοφύλ. Βουλγ.)
2. είμαι ή γίνομαι λευκός, ασπρίζω (α. «ελεύκαναν τα μαλλιά του» β. «καὶ γένηται ἐν τῷ τόπῳ τοῦ ἕλκους οὐλὴ λευκὴ ἢ τηλαυγὴς λευκαίνουσα ἢ πυρρίζουσα», ΠΔ)
νεοελλ.
καθαρίζω τα ρούχα πλένοντάς τα
μσν.
εξαγνίζω («ἵνα λευκάνῃς τὴν ψυχήν», Φυσιολ.)
2. διώχνω την κοκκινίλα από τα μάτια
3. αποσαφηνίζω, διαφωτίζω, διαλευκαίνω
αρχ.
1. μτφ. κάνω κάτι λαμπρό, λαμπρύνω
2. παθ. λευκαίνομαι
α) έχω την αίσθηση της λευκότητας
β) (για το λάδι) γίνομαι καθαρός, διαυγής.

Greek Monotonic

λευκαίνω: Επικ. παρατ. λεύκαινον (λευκός
1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω κάτι, ξασπρίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., κ.λπ.
2. κάνω κάτι λαμπρό ή φωτεινό, ἠὼς λευκαίνει φῶς, η αυγή λαμπρύνει το φως της, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λευκαίνω:
1) делать белым, белить (τὰ ἱμάτια NT);
2) покрывать белой пеной, пенить (ὕδωρ ἐλάτῃσι Hom.; ῥόθια κώπαις Eur.);
3) покрывать сединой (ὁ λευκαίνων χρόνος Theocr.); pass. белеть, седеть (λευκαίνονται τρίχες Arst.);
4) (о свете, сиянии) распространять, испускать (τὸ φῶς Eur.);
5) белеть, бледнеть (ἃ δ᾽ ἀπολείπει τὸ αἷμα, λευκαίνει Arst.).

Middle Liddell

λευκαίνω, λευκός
1. to make white, whiten, Od., Eur., etc.
2. to make bright or light, ἠὼς λευκαίνει φῶς morn brightens up her light, Eur.

Chinese

原文音譯:leuka⋯nw 留開挪
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(使)白
字義溯源:使白,白,漂白,白淨;源自(λευκός)=白的);而 (λευκός)出自(Λυκαονιστί)X*=光)
出現次數:總共(2);可(1);啓(1)
譯字彙編
1) 白(1) 啓7:14;
2) 漂白(1) 可9:3