σκευωρία

From LSJ
Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευωρία Medium diacritics: σκευωρία Low diacritics: σκευωρία Capitals: ΣΚΕΥΩΡΙΑ
Transliteration A: skeuōría Transliteration B: skeuōria Transliteration C: skevoria Beta Code: skeuwri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A care of baggage, etc., Poll.10.15: generally, great care, excessive care, σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς Arist.HA631b15, etc.; ἡ περὶ ταῦτα σ. Id.GA718a33; σ. γίγνεται περί τι Philem.61; critical nicety or elaboration, D.H. Comp.25; σ. διθυραμβική Id.Th.29; τεχνική ib.5, cf. Phld.Rh.1.65 S.    II knavery, intrigue, D.55.2, Plu.Lys.25, Dio 30.

German (Pape)

[Seite 894] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; κατά τινος, Plut. Dion. 30.

Greek (Liddell-Scott)

σκευωρία: ἡ, προσοχὴ ἢ φύλαξις τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, καθόλου, μεγάλη φροντίς, ὑπερβολικὴ μέριμνα, σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται περί τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· λεπτότης κριτικὴ ἢ τεχνικὴ ἐπεξεργασία, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ αὐτόθι 5. II. τέχνασμα, πανουργία, ῥᾳδιουργία, Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
maniement, mise en œuvre ; en mauv. part machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκαιωρία Α σκευωρός
δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου της τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών
2. πολύ μεγάλη φροντίδα, ιδιαίτερη μέριμνα
3. κριτική λεπτότητα ή τεχνική επεξεργασία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια».

Greek Monotonic

σκευωρία: ἡ,
I. φροντίδα, επιμέλεια των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, μεγάλη φροντίδα, υπερβολική φροντίδα, επαγρύπνηση, σε Αριστ.
II. τέχνασμα, δόλος, μηχανορραφία, απάτη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σκευωρία:
1) заботливое отношение (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);
2) происки, хитрость, коварство Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] achterbaks gedrag, gemene streek:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.

Middle Liddell

σκευωρία, ἡ,
I. attention to baggage: hence, generally, great care, excessive care, Arist.
II. fabrication, knavery, intrigue, Dem. [from σκευωρός