ἐπικαθίστημι

From LSJ
Revision as of 14:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαθίστημι Medium diacritics: ἐπικαθίστημι Low diacritics: επικαθίστημι Capitals: ΕΠΙΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: epikathístēmi Transliteration B: epikathistēmi Transliteration C: epikathistimi Beta Code: e)pikaqi/sthmi

English (LSJ)

   A set upon, establish, φυλακάς D.C.41.50; cf. ἐπικαθίζω.    2. set over, κριτάς Pl.Ti.72b.    3. establish besides, τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arist.Pol.1313a27; ἐ. τινὰ στρατηγόν appoint as successor in command, Plb.2.19.8, cf.J.AJ17.2.4:—Pass., ἐπικατασταθεὶς στρατηγός Plb.2.2.11, cf. IG5(1).1390.12 (Andania).    4. pay in addition, Leg.Gort.1.47; but simply, deliver, σῖτον ἐπὶ τοὺς ὅρμους PLille 53 (iii B.C.).    5. perform the manoeuvre of ἀντικατάστασις, Ascl.Tact.12.11:—Pass., of troops executing the manoeuvre, ib.10.11.

German (Pape)

[Seite 944] (s. ἵστημι), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταθεὶς στρατηγός 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, v. l. ἐπεκαθίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαθίστη sagt, 41, 50.

Greek Monolingual

ἐπικαθίστημι (Α)
1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.)
2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.)
3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον
4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον
5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση
6. διορίζω κάποιον ως διάδοχο στη στρατηγία
7. κάνω τη στρατιωτική άσκηση που λέγεται «αντικατάστασις», δηλ. προέλαση του μετόπισθεν τμήματος, στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-ίστημι «τοποθετώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαθίστημι: (fut. ἐπικαταστήσω)
1) med. ставить, размещать (φυλακήν Thuc. - v. l. ἐπικαθίζομαι);
2) перен. ставить, устанавливать (κριτὰς επί τινι Plat.; τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχήν Arst.);
3) (после кого-л.) назначать (τινὰ στρατηγόν Polyb.).