σέλμα

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέλμα Medium diacritics: σέλμα Low diacritics: σέλμα Capitals: ΣΕΛΜΑ
Transliteration A: sélma Transliteration B: selma Transliteration C: selma Beta Code: se/lma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A the upper planking of a ship, deck, h.Bacch.47 (Hom. has only the compd. ἐΰσσελμος): metaph., γεμισθεὶς ποτὶ σ. γαστρὸς ἄκρας E.Cyc.506: generally, ship, Lyc.1217, Archimel. ap. Ath.5.209c.    2 pl. σέλματα, rowing-benches (in Hom. ζυγά), Archil.4, A.Pers.358, Ag.1442, S.Ant.717, E.Or.242.    3 generally, seat, throne, A.Ag.183 (lyr.).    II any timberwork, σέλματα πύργων, prob. scaffolds behind the parapet, on which the defenders of the wall stood, Id.Th.32.    2 logs of building timber, Str.5.2.5.

German (Pape)

[Seite 870] τό, das obere Getäfel, Gebälk des Schiffes, das Verdeck, H. h. 6, 47; bes. der Ort, wo der Steuermann mit den Ruderern sitzt, Ruderbank, Aesch. Ag. 1417 Pers. 350; ὑπτίοις σέλμασιν ναυτίλλεται, Soph. Ant. 713, d. i. er lehrt das Schiff um; Eur., Ar. u. in Prosa. Bei Lycophr. 1216 δίκωπον σέλμα, Kahn, wie σέλμα πέλωρον Archimel. 1 (App. 15), von dem ungeheuren Prachtschiffe des Hiero; übertr., σέλμα σεμνὸν ἥμενοι, die am Staatsruder Sitzenden, Herrschenden, Aesch. Ag. 176. – Uebh. jedes Gebälk, Gerüst, ἐπὶ σέλμασι πύργων στάθητε, Aesch. Spt. 32. – Balken od. Stämme zu Bauholz, Strab. 5, 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σέλμα: τό, (συγγενὲς τῷ σελίς;) τὸ ἀνώτερον σανίδωμα τοῦ πλοίου, τὸ κατάστρωμα, Ὕμν. Ὁμ. 6. 47· μεταφορ., γεμισθεὶς ποτὶ σ. γαστρὸς ἄκρας Εὐρ. Κύκλ. 506· καθόλου, πλοῖον, Λυκόφρ. 1216, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. 2) ἐν τῷ πληθ. σέλματα, καθίσματα τῶν κωπηλατῶν, Λατ. transtra, Ἀρχίλ. 4, Αἰσχύλ. Πέρσ. 358, Ἀγ. 1442, Σοφ. Ἀντ. 717, Εὐρ. Ὀρ. 242· παρ’ Ὁμήρ. ζυγά, ἂν καὶ τὸ σύνθετον ἐΰσσελμος δεικνύει ὅτι ἡ λέξις σέλμα δὲν ἦτο ἄγνωστος αὐτῷ. 3) καθόλου, καθέδρα, θρόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· πρβλ. ἧμαι ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ἐκ ξύλων κατασκεύασμα, σέλματα πύργων, πιθαν. ἰκριώματα ὄπισθεν τῶν ἐπάλξεων, ἐφ’ ὧν οἱ ὑπερασπίζοντες τὸ τεῖχος ἵσταντο, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 32. 2) τεμάχια ξύλων πρὸς οἰκοδομήν, Στράβ. 222, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
charpente, échafaudage, particul. :
1 τὰ σέλματα banc de rameurs;
2 sorte d’estrade où se tenaient les défenseurs d’une tour derrière le rebord;
3 trône.
Étymologie: cf. σελίς.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
κάθισμα κωπηλάτη, κν. μπάγκος («ἀλλὰ σέλμασιν νεῶν ἐπενθορόντες.... δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο», Αισχύλ.)
αρχ.
1. κατάστρωμα πλοίου
2. συνεκδ. πλοίο, σκάφος
3. (γενικά) κάθισμα, έδρανο
4. (κατ' επέκτ.) κάθε ξύλινο κατασκεύασμα
5. στον πληθ. τὰ σέλματα
η δομική ξυλεία
6. φρ. «σέλματα πύργων» — ξύλινα ικριώματα πίσω από τις επάλξεις, πάνω στα οποία στέκονταν οι μαχητές που υπεράσπιζαν το τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σελίδα].

Greek Monotonic

σέλμα: -ατος, τό (σελίς),
1. κατάστρωμα του πλοίου, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
2. πληθ., σέλματα, καθίσματα, πάγκοι των κωπηλατών, Λατ. transtra, σε Τραγ.
3. γενικά, κάθισμα, έδρα, θρόνος, σε Αισχύλ.
4. σέλματα πύργων, ικριώματα πίσω από τους προμαχώνες, πάνω στα οποία στέκονταν οι υπερασπιστές του τείχους, στον ίδ.
5. κορμοί δέντρων που θα χρησιμεύσουν ως οικοδομική ξυλεία, σε Στράβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέλμα -ατος, τό [σελίς] plank dekplank, dek; plur. roeibanken; overdr. troon:. σέλμα σεμνόν verheven zetel Aeschl. Ag. 183. loopplank:. κἀπὶ σέλμασιν πύργων στάθητε en ga staan op de loopplanken tussen de torens Aeschl. Sept. 32.

Russian (Dvoretsky)

σέλμα: ατος τό
1) палуба: γεμισθεὶς ποτὶ σ. Eur. (корабль), нагруженный до (самой) палубы;
2) судно, корабль Anth.;
3) (преимущ. pl.) скамья гребцов (σέλματα νεῶν Eur.): ὑπτίοις σέλμασι ναυτίλλεσθαι Soph. плыть на опрокинутых скамьях (после кораблекрушения); σ. σεμνὸν ἥμενοι Aesch. восседающие на высокой скамье, т. е. правящие миром;
4) помост, площадка (σέλματα πύργων Aesch.).

Frisk Etymological English

See also: s. σελíς.

Middle Liddell

σέλμα, ατος, τό, [σελίσ?]
1. the deck of a ship, Hhymn., Eur.
2. in pl. σέλματα, rowing-benches, Lat. transtra, Trag.
3. generally, a seat, throne, Aesch.
4. σέλματα πύργων scaffolds behind the parapet, on which the defenders of the wall stood, Aesch.
5. logs of building timber, Strab.

Frisk Etymology German

σέλμα: {sélma}
See also: s. σελὶς.
Page 2,692