ἀνεξέταστος
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
ον,
A unexamined, not searched out, not inquired into or not examined, D.4.36, 21.218, Aeschin.3.22. II without inquiry or without investigation, Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ (The unexamined life is not worth living) Pl.Ap.38a. Adv. ἀνεξετάστως Ph. 1.550, Plu.2.94d, etc.
German (Pape)
[Seite 223] unerforscht, ungeprüft, βίος Plat. Apol. 58 a; Dem. 4, 36; Sp. – Adv., Stob. flor. 15, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξέταστος: -ον, ὁ μὴ ἐξετασθείς, Δημ. 50. 16., 584. 10, Αἰσχίν. 57. 3. ΙΙ ἄνευ ἐρεύνης ἢ ἐξετάσεως, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α. ― Ἐπίρρ. -τως Φίλων 1. 550.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non examiné, non scruté;
2 qui ne recherche pas, qui n’examine pas.
Étymologie: ἀ, ἐξετάζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no investigado, no examinado, βίος Pl.Ap.38a, οὐδέν Isoc.9.42, D.4.36, Aeschin.3.22, D.21.218, Luc.Abd.8, μίξεις Ph.2.266, πρᾶγμα Ph.2.298, μηδὲν ἀ. ἔσεσθαι παρὰ τῷ θεῷ Athenag.Leg.36.2, γνώμη D.C.56.28.5, δόξα Alex.Aphr.in Metaph.724.16, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.p.198.6.
2 que no examina μήτε ... ἐνέργει ... ἀνεξέταστος y no actúes sin previo examen M.Ant.3.5.
II adv. -ως sin examinar Ph.1.550, Plu.2.94c, Luc.Cal.26, τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου ἀ. δεχόμεθα Basil.M.31.888B.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον)
εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση
νεοελλ.
(Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή
αρχ.
αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.
Greek Monotonic
ἀνεξέταστος: -ον (ἐξετάζω),
I. μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.
II. αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξέταστος:
1) неисследованный, неразобранный (ἀ. καὶ ἀζήτητος Aeschin.; ἀ. καὶ ἀόριστος Dem.);
2) не посвященный исследованиям (βίος Plat.).
Middle Liddell
ἐξετάζω
I. not inquired into or examined, Dem.
II. uninquiring, Plat.