κατόψιος

From LSJ
Revision as of 17:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόψιος Medium diacritics: κατόψιος Low diacritics: κατόψιος Capitals: ΚΑΤΟΨΙΟΣ
Transliteration A: katópsios Transliteration B: katopsios Transliteration C: katopsios Beta Code: kato/yios

English (LSJ)

ον, (ὄψις)

   A visible, A.R.2.543.    II in sight of, opposite, γῆς τῆσδε E.Hipp.30.

German (Pape)

[Seite 1406] vor Augen liegend, sichtbar, Ap. Rh. 2, 543. Aber γῆς τῆσδε κατόψιον πέτραν ist = vor Augen, gegenüberliegend, Eur. Hipp. 30.

Greek (Liddell-Scott)

κατόψιος: -ον, (ὄψις) ὁρατός, πᾶσαι αἱ κέλευθοι κατόψιοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 545. ΙΙ. ἐνώπιον, ἀπέναντι, τίνος Εὐρ. Ἱππ. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a vue sur, qui est en face de, gén..
Étymologie: κατόψομαι.

Greek Monolingual

κατόψιος, -ον (Α)
1. ορατός
2. φρ. «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ' ὄψιν].

Greek Monotonic

κατόψιος: -ον (ὄψις), ορατός, αντικρυνός, τινος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατόψιος -ον [καθοράω] in het zicht, met gen.: κ. γῆς τῆσδε in het zicht van dit land Eur. Hipp. 30.

Russian (Dvoretsky)

κατόψιος: находящийся на виду, т. е. напротив, противолежащий (γῆς τῆσδε Eur.).

Middle Liddell

κατ-όψιος, ον ὄψις
in sight of, opposite, τινος Eur.