σηκάζω
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
(σηκός)
A shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.
German (Pape)
[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
Greek (Liddell-Scott)
σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.
English (Autenrieth)
(σηκός), pass. aor. 3 pl. σήκασθεν: pen up, Il. 8.131†.
Greek Monolingual
Α σηκός
(επικ. τ.)
1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνω («ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.)
2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς», Ορφ.).
Greek Monotonic
σηκάζω: μέλ. -σω (σηκός), εγκλείω σε περιφραγμένο χώρο, σε μαντρί, μαντρώνω — Παθ., σήκασθεν (αντί ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, εγκλωβίστηκαν στο Ίλιον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηκάζω [σηκός] poët. aor. pass. 3 plur. σήκασθεν, opsluiten (binnen een omheining).
Russian (Dvoretsky)
σηκάζω: σηκός досл. загонять в стойло, перен. запирать (ὥσπερ ἐν αὐλίῳ Xen.); σήκασθεν (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον Hom. (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе.
Middle Liddell
σηκάζω, fut. -σω σηκός
to shut up in a pen: Pass., σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον were cooped up in Ilium, Il.; ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Xen.