καταπνίγω

From LSJ
Revision as of 18:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπνίγω Medium diacritics: καταπνίγω Low diacritics: καταπνίγω Capitals: ΚΑΤΑΠΝΙΓΩ
Transliteration A: katapnígō Transliteration B: katapnigō Transliteration C: katapnigo Beta Code: katapni/gw

English (LSJ)

[ῑ],

   A choke, smother, γόγγρον ἐν ἅλμῃ Sotad.Com.1.21; ὁ ὕπνος κ. τὸ θερμόν Arist.Fr.233; ταῦτα κ. τὰ δένδρα Thphr.CP2.18.3; τὴν αὔξησιν Plu.2.806c; πνεῦμα Nic.Al.286; λύγγας Arist. Pr.962a7:—Pass., to be choked up, of the secretions, ib.967a6; of a fire, opp. ἐγκρύπτω 2, Id.Juv.470a16; καταπεπνιγμένοι τόποι choked up, close, opp. εὐπνούστεροι, Id.Pr.869a35; φωναὶ καταπεπν. stifled utterances, Id.Aud.800a15, cf. Poll.4.114.    2 κ. τὰς φύσας close the bellows, Arist.Resp.474a15.

German (Pape)

[Seite 1371] (s. πνίγω), ersticken, erwürgen, Sp.; auch von Feuer u. Kohlen, Arist. de mort. 5; γόγγρον κατέπνιξ' ἐν ἅλμῃ τοῦτον εὐανθεστέρᾳ Sotad. bei Ath. VII, 293 d; – auch übertr., καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν τῆς ἀμπέλου Plut. reipubl. ger. praec. 12.

Greek (Liddell-Scott)

καταπνίγω: ῑ, καταβυθίζων καὶ συμπιέζων ἀφανίζω, γόγγρον ἐν ἅλμῃ Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 21· ὁ ὕπνος κ. τὸ θερμὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 224· πάντα ταῦτα βλάπτει τὰ δένδρα καταπνίγοντά τε καὶ ἐπισκιάζοντα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 3· κ. καὶ διαφθείρει τὴν αὔξησιν (τῆς ἀμπέλου), δὲν ἀφίνουσι ν᾿ αὐξηθῇ, Πλούτ. 2. 806C· πνεῦμα διὰ στραγγαλισμοῦ κ., φονεύει, Νικ. Ἀλεξιφ. 286.― Παθ., ἐμφράττομαι, ἐπὶ τῶν ἐκκρίσεων, Ἀριστ. Πρβλ. 38. 3, 3· (ἐπὶ τοῦ πυρὸς τῶν ἀνθράκων, σβέννυμι ἀποφράττων ἢ ἐμποδίζων τὸν ἀτμοσφαιρικὸν ἀέρα), ὁ αὐτ. π. Νεώτ. 5, 5· καταπνιγόμενοι ἄνθρακες π. Θανάτ. 5· καταπεπνιγμένοι τόποι, ἀποκλεισμένοι, περιωρισμένοι, ἐναντίον τοῦ εὐπνούστεροι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 30, 2· φωναὶ καταπεπνιγμέναι, πνιγμέναι, ἀδύνατοι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀκουστ. 3· καταπεπνῖχθαι τὸ φθέγμα Πολυδ. Δ΄, 114. 2) κ. τὰς φύσας, κλείω, φράττω τοὺς φυσητῆρας, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 7. 7, πρβλ. Προβλ. 33. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

étouffer ; arrêter, supprimer, acc..
Étymologie: κατά, πνίγω.

Greek Monolingual

(AM καταπνίγω)
πνίγω κάποιον εντελώς, τον αποπνίγω
νεοελλ.
1. μτφ. καταστέλλω κάτι προτού εκδηλωθεί ή και μετά την εκδήλωσή του για να μην κατισχύσει (α. «καταπνίγω τον θυμό μου» β. «κατέπνιξε την επανάσταση»
2. μέσ. καταπνίγομαι
είμαι αδύνατος, ασθενής («καταπνιγμένες φωνές»)
αρχ.
1. αφανίζω κάποιον ή κάτι καταβυθίζοντας ή συμπιέζοντάς το
2. συνεκδ. φονεύω
3. φράζω, κλείνω, αποκλείω ασφυκτικά
4. (για τη φωτιά) σβήνω λόγω ελλείψεως ατμοσφαιρικού αέρα
5. (για τις εκκρίσεις) παθαίνω έμφραξη
6. φρ. «καταπεπνιγμένοι τόποι» — περιορισμένοι, αποκλεισμένοι τόποι.

Russian (Dvoretsky)

καταπνίγω: (ῑ)
1) сдавливать, сжимать (τὰς φύσας Arst.): ἐν τοῖς καταπεπνιγμένοις (sc. τόποις) οἰκεῖν Arst. жить в помещениях со спертым воздухом;
2) подавлять, задерживать, останавливать (τὴν αὔξησιν Plut.): οἱ καταπνιγόμενοι ἄνθρακες Arst. гаснущие угли; φωναὶ καταπεπνιγμέναι Arst. заглушенные звуки; καταπνιγόμενα ἐν τῷ σώματι ὑγρά Arst. задерживаемая в теле влага.