ἐξώστρα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἡ,
A stage-machine identified with the ἐκκύκλημα (q. v.) by Hsch. and Poll.4.127, but distd. from it, ib.129: metaph., τῆς τύχης ἐπὶ τὴν ἐ. ἀναβιβαζούσης τὴν ὑμετέραν ἄγνοιαν Plb.11.5.8:—also ἔξ-ωστρον, τό, IG11(2).199A95 (pl., Delos, iii B. C.). II bridge thrust out from the besiegers' tower against the walls of the besieged place, Lat. exostra, Veget.de Re Milit.4.21. III balcony, Sm.4 Ki.1.2; = Lat. maenianum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 891] ἡ, eine Theatermaschine, wie das ἐκκύκλημα, Poll. 4, 128; übertr., Pol. 11, 6, 8 τῆς τύχης ἐπὶ τὴν ἐξ. ἀναβιβαζούσης τὴν ὑμετέραν ἄγνοιαν, wie auf dem Theater kund machen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώστρα: ἡ, μηχανὴ ἐπὶ τῆς σκηνῆς τοῦ θεάτρου ὁμοία κατά τι πρὸς τὸ ἐκκύκλημα (ὃ ἴδε), Πολυδ. Δ΄, 127, 129· μεταφ. ἐν Πολυβ. 11. 6, 8. ΙΙ. γέφυρα κρεμαστὴ ἐξωθουμένη ἐκ τοῦ πύργου τῶν πολιορκητῶν κατὰ τοῦ τείχους τῶν πολιορκουμένων, Λατ. exostra, Vegetius Renatus de Re Militari 4. 21. 2) = ἐξώστης, «μπαλκόνι», Σύμμαχ. Δ΄, Βασιλ. Α΄, 2.
Greek Monolingual
ἐξώστρα, η (Α)
1. μηχάνημα του αρχαίου θεάτρου
2: κινητή γέφυρα που κατέβαινε από τον πύργο τών πολιορκητών εναντίον του τείχους τών πολιορκουμένων
3. εξώστης, μπαλκόνι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξώστρα: ἡ эксостра (театральный механизм, род вращающейся сцены): ἐπὶ τὴν ἐξώστραν ἀναβιβάζειν τι Polyb. широко демонстрировать что-л.