ζάκορος

From LSJ
Revision as of 16:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰκορος Medium diacritics: ζάκορος Low diacritics: ζάκορος Capitals: ΖΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: zákoros Transliteration B: zakoros Transliteration C: zakoros Beta Code: za/koros

English (LSJ)

ὁ and ἡ,

   A attendant in a temple (more honourable than νεωκόρος acc. to Philem.Lex. (cf. Philol.57.353 sqq.) in Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.394), ζ. Ἀφροδίτης Hyp.Fr.178; θεῶν Plu.Cam.30; Δηοῦς IG3.713.1: abs., Anon.Oxy.218ii14; τὰς ἱερείας καὶ τὰς ζ. IG12.4.14 (v B.C.), cf. ib.7.1883 (Thespiae), Men.126, 311, IG12(2).484.21 (Mytil., late), Plu. Sull.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1136] ὁ, ἡ, Tempeldiener, Priester, aber nach Thom. Mag. σεμνότερόν τι ἦν νεωκόρου; Plut. Sull. 7, ἱερεῖς καὶ ζάκοροι θεῶν Cam. 30; ἡ ζ. Ἀφροδίτης Ath. XIII, 590 d; vgl. Nic. Al. 217. Uebh. = ὑπηρέτης, Suid. Nicht mit Buttm. Lexil. I p. 220 eins mit διάκονος u. διάκτορος, sondern ζακόρος, gleichsam Erzdiener; Suid. erkl. ὁ τὸν ναὸν σαρῶν, also von κορεῖν, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ζάκορος: ὁ, καὶ ἡ, (ζα, κορέω) ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ, ὡς τὸ νεωκόρος (ἀλλὰ κατὰ τὸν Θωμ. Μ. σεμνότερόν τι), ζ. Ἀφροδίτης Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 590Ε· θεῶν Πλούτ. Καμ. 30· Δηοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 401· ἀπολ., ζ. καὶ ἱερέας Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 1, πρβλ. Βοιωτ. Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Keil σ. 164, Πλούτ. Σύλλ. 7, κτλ., Μένανδ. Δὶς ἐξ. 3, Λευκ. 4, ἔνθα ἴδε Meineke. (Πρβλ. διάκονος, διάκτορος· ἴδε ἐν. λ. ζὰ = διά.) Οὐδετ. ζάκορον, γυναικάριον Ν. Χων. σ. 759. 8 (Βόνν.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
prêtre préposé au service d’un temple.
Étymologie: ζα- ou ζά-, κορέω ; cf. διάκονος, διάκτορος.

Greek Monolingual

ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ)
νεωκόρος, υπηρέτης του ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.)
μσν.
(το ουδ.) ζάκορον
(κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα + -κόρος (< κορώ «σκουπίζω, καθαρίζω» πρβλ. νεω-κόρος, σηκο-κόρος). Το αντίστοιχο μυκηναϊκό dakoro δείχνει πως το αρχικό δα- ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα dm συνεσταλμένη βαθμίδα της dem- «χτίζω, κατασκευάζω» (πρβλ. δέμω, δάπεδο) μια από τις σημασίες της ετεροιωμένης βαθμίδας dom (> δόμος) της οποίας είναι «ναός». Δακόρος λοιπόν είναι εκείνος που καθαρίζει, φροντίζει τον ναό, ο υπηρέτης του ναού. Αν η ετυμολογία αυτή ευσταθεί, τότε το αρχικό α' συνθετικό δα- αντικαταστάθηκε από το ζα- με την ίδια παρετυμολογική σύνδεση που δημιούργησε παράλληλο τ. ζά-πεδον στο δά-πεδον. Άλλη παρετυμολογία στους αρχαίους χρόνους συνέδεσε το ζα- του ζα-κόρος με το διά του διά-κονος.
ΠΑΡ. αρχ. ζακορεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρχιζακόρος, υποζακόρος.

Greek Monotonic

ζάκορος: ὁ και ἡ, υπηρέτης του ναού· πιθ. συγγενές προς το διάκονος, σε Πλούτ. Σχετικά με το -κορος, πρβλ. νεω-κόρος.

Russian (Dvoretsky)

ζάκορος: ὁ и ἡ служитель при храме, помощник жреца (ἱερεῖς καὶ ζάκοροι θεῶν Plut.) (полагают, что по служебному положению он был выше, чем νεωκόρος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάκορος -ου, ὁ, ἡ [ζα-, κορέω] tempeldienaar.

Middle Liddell

ζά-κορος, ὁ, ἡ, [For -κορος cf. νεωκόρος.]
a temple-servant, being perh. a form of διάκονος, Plut.