Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεμβράνα

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμβράνα Medium diacritics: μεμβράνα Low diacritics: μεμβράνα Capitals: ΜΕΜΒΡΑΝΑ
Transliteration A: membrána Transliteration B: membrana Transliteration C: memvrana Beta Code: membra/na

English (LSJ)

ἡ, = Lat.

   A membrāna, parchment, 2 Ep.Ti.4.13, Charax 14, POxy.2156.9 (iv/v A.D.):—also μέμβρανον, τό, Lyd.Mens.1.28: hence Adj. μεμβράϊνος, PMasp.144.6 (vi A.D.), and Subst. μεμβραϊνάριος, prob. in Stud.Pal.20.194 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, das lat. membrana, Haut, Pergament, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μεμβράνα: (ὀρθότ. μεμβρᾶνα) ἡ, τὸ Λατ. membrāna, ὡς καὶ νῦν, τὸ λεπτὸν κατειργασμένον δέρμα ὃ μετεχειρίζοντο ἄλλοτε ἀντὶ χάρτου, Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 13· ὡσαύτως μέμβρανον, τό, Ἰω. Λυδ. 11, 14, Νικήτ. Βυζ. 769Β.

English (Strong)

of Latin origin ("membrane"); a (written) sheep-skin: parchment.

English (Thayer)

(Sophocles' Lexicon, μεμβράνα; cf. Chandler § 136), μεμβράνας (Buttmann, 17 (15)), ἡ, Latin membrana, i. e. parchment, first made of dressed skins at Pergamum, whence its name: Act. Barnabas, 6 at the end Cf. Birt, Antikes Buchwesen, chapter ii.; Gardthausen, Palacographie, p. 39f).

Greek Monolingual

και μεμβράνη, η (ΑM μεμβράνα)
λεπτό κατεργασμένο δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται ως γραφική ύλη, η περγαμηνή («ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. λεπτό δέρμα, ύφασμα ή χαρτί που έχει διάφορες εφαρμογές και χρήσεις (α. «μεμβράνα τύμπανου» β. «μεμβράνα πολυγράφου»)
2. φυσικό περίβλημα από λεπτό δέρμα, υμένας
3. (επικοιν.) λεπτότατο έλασμα που τοποθετείται μπροστά από τα πηνία τών τηλεφώνων ή τών μεγαφώνων και το οποίο δονείται με παλμική κίνηση υπό την επίδραση τών μεταβολών του πεδίου του μαγνήτη
4. (φυσιολ.-βιολ.) λεπτό στρώμα ιστού που καλύπτει μια επιφάνεια ή διαιρεί ένα όργανο («κυτταρική μεμβράνα»)
5. χημ. λεπτό διάφραγμα αποτελούμενο από κατάλληλο πορώδες υλικό φυσικής ή συνθετικής προέλευσης το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο μέσα για να προκαλέσει τη μεταβολή της συγκέντρωσης ενός ή περισσότερων από τα συστατικά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. membrana «στρώμα ιστού» (< membrum «μέλος»)].

Greek Monotonic

μεμβράνα: ἡ, Λατ. membrāna , περγαμηνή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μεμβράνα: ἡ (лат. membrana) досл. выделанная кожа, пергамент, перен. пергаментный свиток NT.

Middle Liddell

μεμβράνα, ἡ,
the Lat. membra_na, parchment, NTest.

Chinese

原文音譯:membr£na 面不拉那
詞類次數:形,名(1)
原文字根:羊皮紙
字義溯源:羊皮紙,皮卷;寫於羊皮紙上的文件
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 皮卷(1) 提後4:13