πολύχαλκος

From LSJ
Revision as of 17:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχαλκος Medium diacritics: πολύχαλκος Low diacritics: πολύχαλκος Capitals: ΠΟΛΥΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: polýchalkos Transliteration B: polychalkos Transliteration C: polychalkos Beta Code: polu/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in copper or bronze, πολύχρυσος π., of Troy, Il.18.289; of Sidon, Od.15.425; of Dolon, Il.10.315.    II wrought of bronze, brazen, οὐρανός 5.504, Od.3.2; ἄξονες Parm.1.18.

German (Pape)

[Seite 676] reich an Erz od. Kupfer; neben πολύχρυσος, von Troja, Il. 18, 289; Σιδών, Od. 15, 425; Δόλων, Il. 10, 315; aber auch οὐρανός, 5, 504 Od. 3, 2, vielleicht weil nach dem ältesten Volksglauben der Himmel ein aus Erz getriebenes Gewölbe war.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχαλκος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν χαλκὸν ἢ ὀρείχαλκον, πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον πολύχαλκον Ἰλ. Σ. 289· ἐπὶ τῆς Σιδῶνος, ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι Ὀδ. Ο. 425· ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 315. ΙΙ. κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, ὅλος χαλκοῦς, στερεός, λίαν ἰσχυρός, οὐρανὸς (ἴδε ἐν λ.). Ἰλ. Ε. 504. Ὀδ. Γ. 2, πρβλ. Παρμεν. 18 Karst.· καλούμενος καὶ σιδήρεος (ἴδε ἐν λ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fait ou recouvert de beaucoup de cuivre;
2 abondant en airain ou en cuivre.
Étymologie: πολύς, χαλκός.

English (Autenrieth)

rich in bronze; οὐρανος, all-brazen, fig. epithet, Il. 5.504, Od. 3.2.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο πλούσιος σε χαλκό
2. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χαλκός (πρβλ. αριστό-χαλκος)].

Greek Monotonic

πολύχαλκος: -ον,·
I. άφθονος σε χαλκό ή ορείχαλκο, σε Όμηρ.
II. κατασκευασμένος από χαλκό, ολόχαλκος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύχαλκος:
1) богатый медью (Πριάμοιο πόλις Hom.);
2) медный или блещущий медью (οὐρανός Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχαλκος -ον [πολύς, χαλκός] met veel brons, bronzen:. οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον naar de bronzen hemel Od. 3.2; ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου uit Sidon, rijk aan brons Od. 15.425.

Middle Liddell

πολύ-χαλκος, ον,
I. abounding in copper or brass Hom.
II. wrought of brass, all-brasen, Hom.