πρητήριον
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
A v. πρατήριον.
German (Pape)
[Seite 700] τό, ion. = πρατήριον, Her. 7, 23, neben ἀγορή.
Greek (Liddell-Scott)
πρητήριον: τό, Ἰων. ἀντὶ πρᾱτήριον, Ἡρόδ. 7. 23.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πρατήριον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πρατήριο.
Greek Monotonic
πρητήριον: τό, Ιων. αντί πρατήριον.
Russian (Dvoretsky)
πρητήριον: τό ион. Her. = πρατήριον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρητήριον Ion. voor πρατήριον.