πρωτοτόκος

From LSJ
Revision as of 08:35, 16 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",[[" to ", [[")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτόκος Medium diacritics: πρωτοτόκος Low diacritics: πρωτοτόκος Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: prōtotókos Transliteration B: prōtotokos Transliteration C: prototokos Beta Code: prwtoto/kos

English (LSJ)

(parox.), Dor. πρᾱτοτόκος, ον,

   A bearing or having borne her first-born, μήτηρ π., of a heifer, Il.17.5; αἴξ Theoc. 5.27; ὗς, ταὧς, Arist.HA546a12, 564a30; κύων Dsc.2.70.6; of women, Pl.Tht.151c,161a; νύμφη Orph.L.193.    II proparox. πρωτότοκος, ον, Pass., first-born, LXX Ge.22.21,al., Ev.Luc.2.7, PLips. 28.15 (iv A.D.), Man.3.9; τὰ π. τῶν προβάτων LXX Ge.4.4, cf. PMag. Osl.1.312; π. ἐγὼ ἢ σύ LXX 2 Ki.19.43.    2 metaph., π. πάσης κτίσεως Ep.Col.1.15; of Homer, opp. Nicander, AP9.213.

German (Pape)

[Seite 806] zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; μήτηρ πρωτοτόκος, οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ πρώτως τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. μήτηρ, ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adj. f.
qui met bas pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, τίκτω.

English (Autenrieth)

(τίκτω): about to bear (‘come in’) for the first time, of a heifer, Il. 17.5†.

Greek Monolingual

-ο / πρωτοτόκος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α
(για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος.
επίρρ...
πρωτοτόκως Μ
με τον πρώτο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾱτο-, -ον (τίκτω),·
I. γυναίκα που γεννά πρώτη φορά, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
II. προπαροξ., πρωτότοκος, -ον, Παθ., αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε Ανθ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτοτόκος: дор. πρᾱτοτόκος adj. f первородящая или впервые родившая (μήτηρ Hom., Plat.; ὗς Arst.; αἴξ Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοτόκος -ον [πρῶτος, τίκτω] Dor. gen. πρᾱτοτόκοιο, voor het eerst barend.

Middle Liddell

[cf. πρωτότοκος τίκτω
bearing her first-born, Il., Theocr.