συκολόγος

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκολόγος Medium diacritics: συκολόγος Low diacritics: συκολόγος Capitals: ΣΥΚΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: sykológos Transliteration B: sykologos Transliteration C: sykologos Beta Code: sukolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A gathering figs: picking up slander (cf. συκόβιος), Sch.Ar.Pl.874, EM733.57.

German (Pape)

[Seite 973] Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκολόγος: -ον, ὁ σῦκα συλλέγων· ὁ ἐξευρίσκων συκοφαντίας, συκοφάντης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκόβιος· ― ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται προσυπονοοῦσι τὸ συκοφάντης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cueille des figues.
Étymologie: σῦκον, λέγω².

Greek Monolingual

ο / συκολόγος, -ον, ΝΑ, και συκολός και συκολόος Ν
αυτός που συλλέγει, που μαζεύει σύκα από τις συκιές
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ονομασία του μήνα Αυγούστου, επειδή κατά τον μήνα αυτό ωριμάζουν τα σύκα
2. το πτηνό συκοφάγος
αρχ.
αυτός που επινοεί συκοφαντίες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -λόγος].

Greek Monotonic

σῡκολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει σύκα.

Middle Liddell

σῡκο-λόγος, ον, λέγω
gathering figs.