ὑβός

From LSJ
Revision as of 16:49, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβός Medium diacritics: ὑβός Low diacritics: υβός Capitals: ΥΒΟΣ
Transliteration A: hybós Transliteration B: hybos Transliteration C: yvos Beta Code: u(bo/s

English (LSJ)

[ῡ], ή, όν,

   A humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.

German (Pape)

[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβός, -ή, -όν, ΝΑ
κυφός, καμπούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα-μ-βός, στρα-β-ός)].

Greek Monotonic

ὑβός: [ῡ], -ή, -όν, καμπούρης, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑβός: v. l. ὗβος 3 (ῡ) горбатый Theocr.

Middle Liddell

ὑ¯βός, ή, όν
hump-backed, Theocr.

Frisk Etymology German

ὑβός: {hubós}
Forms: (ὗβε [Vok.] Theok. 5, 43 metr. bedingt?)
Meaning: ’bucklig’ (Hp., Theok.), ὕβος (codd.; für ὗ-?) m. Buckel, Höcker, eines Kamels, eines kyprischen Ochsen (Arist.).
Derivative: Davon ὑβόομαι bucklig werden (Gal.) mit ὕβωμα n. Buckel (von ὕβος erweitert? Chantraine Form. 187), -ωσις f. Buckligkeit (Hp., Gal.).
Etymology : Mit seinem β-Element gehört ὑβός zur selben Gruppe wie στραβός, κλαμβός und andere Bez. körperlicher Gebrechen (Chantraine Form. 261); es kann somit von diesen Wörtern formal beeinflußt sein. Eine überzeugende Etymologie fehlt. Hypothese von Petersson Balt. u. Slav. Wortstud. (Lund 1918) 74: zu lit. subinė̃ After, Hinterer, Gesäß, das von *subas = ὗβος abgeleitet wäre. Für voridg. Ursprung von ὑβός, κυφός ebenso wie von aind. kubjá-, kubhrá- Lombardo Ist. Lomb. 91, 243 f. — Frühere Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,953