αὐαίνω
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
Att. αὑ- (cf. ἀφ-, ἐπαφ-αυαίνω), impf. (καθ-) αύαινον Luc. Am.12: fut. A αὐανῶ S.El.819: aor. ηὔηνα or αὔ- Hdt.4.172, inf. αὐῆναι Hp.Mul.1.84, part. αὐήνας Id.Morb.3.17:—Pass., impf. Ar. Fr.613: aor. ηὐάνθην or αὐ- (v. infr.), ἐξ- Hdt.4.151: fut. αὐανθή-σομαι (cf. ἀφ-):—but also Med. αὐανοῦμαι in pass. sense, S.Ph. 954: Mss. and editors differ with regard to the augm.: (v. αὔω):— dry, αὐανθέν (of a log of wood) Od.9.321; αὐ. ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Hdt.1.200, 2.77, cf. 92,4.172; αὐαίνεσθαι ὑπὸ τοῦ καύματος, διὰ ξηρότητα, X. Oec.16.14, 19.11, cf. An.2.3.16, etc. 2 wither, Thphr.HP3.7.1 (Pass.): metaph., εὐνομίη αὐαίνει ἄτης ἄνθεα Sol.4.36; αὐανθεὶς πυθμήν A.Ch.260; αὐανῶ βίον I shall waste life away, pine away, S.El.819: αὐανοῦμαι I shall wither away, Id.Ph.954; ηὑαινόμην θεώμενος Ar.Fr. 613. II intr., to be dry, μήτε ὑγραὶ μήτε λίαν αὐαίνουσαι Hp.Mul. 1.17.—The Act. is comparatively rare, esp. in Attic.
Greek (Liddell-Scott)
αὐαίνω: Ἀττ. αὐ- (πρβλ. ἀφ-, ἐπαφαυαίνω): παρατ. (καθ-) αύαινον Λουκ. Ἔρωτ. 12: μέλλ. αὐανῶ Σοφ., ἴδ. κατωτ.: ἀόρ. ηὔηνα ἢ αὔ- Ἡρόδ.· - Παθ., παρατ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514· ἀόρ. αὐάνθην ἢ αὔ-, ἴδε κατωτ. ἐξ- Ἡρόδ. 4. 151: μέλλ. αὐανθήσομαι (πρβλ. ἀφ-)· ἀλλ’ ὡσαύτως μέσ. αὐανοῦμαι μετὰ παθ. σημασ., Σοφ., ἴδε κατωτ. Χειρόγραφα καὶ ἐκδόται διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τὴν αὔξησιν: (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τὸ αὔω). Ξηραίνω, αὐανθὲν (ἐπὶ ξύλου) Ὀδ. Ι. 321· αὐαίνειν ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Ἡρόδ. 1. 200, πρβλ. 2. 77, 92., 4. 172: - Παθ., Ξεν. Οἰκ. 16. 14., 19, 11, Ἀν. 2. 3, 16, κτλ. 2) καταξηραίνω, μαραίνω, αὐαίνει δ’ ἄτης ἄνθεα φυόμενα Σόλων 15. 35· αὐανθείς πυθμήν, ξηρανθείς, Αἰσχύλ. Χο. 260· αὐανῶ βίον, θὰ φθείρω τὴν ζωὴν μου, θὰ μαρανθῶ, Σοφ. Ἠλ. 819· αὐανούμαι, θὰ μαρανθῶ, θὰ «λυώσω», ὁ αὐτ. Φ. 954· ηὐαινόμην θεώμενος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514. ΙΙ. ἀμετάβ. = τῷ Παθ., τὰς δὲ ὑστέρας ὧδε μελεδαίνειν, ὅκως μήτε ὑγραὶ ἕωσι μήτε λίαν αὐαίνουσαι Ἱππ. 598. 27. - Τὸ ἐνεργ. εἶναι σχετικῶς σπάνιον, ἰδίως ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ.
French (Bailly abrégé)
f. αὑανῶ, ao. ηὕηνα, pf. inus.
faire sécher : ἰχθῦς πρὸς ἥλιον HDT des poissons au soleil ; fig. βίον SOPH laisser sa vie se consumer dans le chagrin ; Pass. être desséché : ῥόπαλον αὐανθέν OD bâton desséché ; fig. se dessécher (d’ennui, de chagrin, etc.).
Étymologie: αὔω, αὕω.
English (Autenrieth)
(αὔω): only aor. pass. part. αὐανθέν, when it was dry, Od. 9.321†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [át. αὑ-; aum. ηὐ- y ᾱὐ-]
I en v. act.
1 gener. secar (ἰχθῦς) ἂν αὐήνωσι πρὸς ἥλιον Hdt.1.200.
2 fig. marchitar αὐαίνει δ' ἄτης ἄνθεα φυόμενα marchita las nacientes flores del infortunio Sol.3.35
•de pers. consumir, agotar αὐανῶ βίον S.El.819.
II intr. en v. med.-pas.
1 secarse (ῥόπαλον) αὐανθέν Od.9.321, αὐαίνε[ται δὲ ...] ἡλίῳ en contexto incompleto, quizá de caídos en combate, Archil.203.3, ὑγρὸν αὐαίνεται Heraclit.B 126, σκύλος Meropis 6.2, αὐανθεὶς πυθμήν A.Ch.260, ἤν τις αὐτὰ αὐανθῆναι ἐάσῃ Hp.Nat.Puer.17, cf. Mul.1.17
•de plantas marchitarse, agostarse ὑπὸ τοῦ καύματος X.Oec.16.14, διὰ ξηρότητα X.Oec.19.11, πεύκη καὶ ἐλάτη ... αὐαίνονται Thphr.HP 3.7.1, cf. CP 3.10.8, ὅσα αὐανθείη ἂν παριόντος πυρός Plot.4.4.32, ὥστε ... αὐανθῆναι τὰ δένδρα D.C.Epit.8.6.16, σταφυλή Q.S.11.148.
2 fig. de pers. consumirse αὐανοῦμαι τῷδ' ἐν αὐλίῳ μόνος S.Ph.954, ἠυαινόμην θεώμενος Ar.Fr.660, ὁ ἐραστὴς ὁ ἄρρην αὐαίνεται Ach.Tat.1.17.4
•c. ac. de rel. ὡς δ' ὅτε τις ... κέαρ αὐαίνηται Q.S.10.278.
• Etimología: v. αὖος.
Greek Monolingual
αὐαίνω και αττ. αὑαίνω (Α) αὖος και αὖος
1. ξεραίνω, στεγνώνω
2. μαραίνω, καταστρέφω
3. ξεραίνομαι.
Greek Monotonic
αὐαίνω: Αττ. αὑ-· μέλ. αὐανῶ, αόρ. αʹ ηὔηνα ή αὔ — Παθ. αόρ. αʹ ηὐάνθην ή αὐ, μέλ. Μέσ. αὐανοῦμαι, με Παθ. σημασία· (αὔω, ξηραίνω)·
1. ξηραίνω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Ξεν.
2. ξηραίνω ή μαραίνω, αὐανῶ βίον, θα φθείρω τη ζωή μου, σε Σοφ. — Παθ., αὐανθείς, αποξηραμένος, μαραμένος, σε Αισχύλ.· ομοίως με Μέσ. απαρ. αὐανοῦμαι, θα φθαρώ, θα μαραθώ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐαίνω: и αὑαίνω
1) сушить (ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Her.); pass. сохнуть, высыхать, засыхать (ῥόπαλον αὐανθέν Hom.; ὁ φοῖνιξ αὐαίνετο Xen.);
2) (тж. βίον αὐ. Soph.) pass. чахнуть, томиться, изнывать (αὐανοῦμαι τῷδ᾽ ἐν αὐλίῳ Soph.).
Frisk Etymological English
αὐαλέος See also: αὖος
Middle Liddell
[αὔω to dry]
1. to dry Od., Hdt., Xen.
2. to dry or parch up, αὐανῶ βίον I shall waste life away, Soph.: Pass., αὐανθείς withered, Aesch.; so in fut. mid., αὐανοῦμαι I shall wither away, Soph.