κατοικητήριον

From LSJ
Revision as of 08:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικητήριον Medium diacritics: κατοικητήριον Low diacritics: κατοικητήριον Capitals: ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: katoikētḗrion Transliteration B: katoikētērion Transliteration C: katoikitirion Beta Code: katoikhth/rion

English (LSJ)

τό,    A dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu d’habitation, résidence, séjour.
Étymologie: κατοικέω.

English (Strong)

from a derivative of κατοικέω; a dwelling-place: habitation.

English (Thayer)

κατοικητηρίου, τό (κατοικέω), an abode, a habitation: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and other ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κατοικητήριον: τό NT = κατοίκησις 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικητήριον -ου, τό [κατοικέω] verblijfplaats.

Middle Liddell

κατοικητήριον, ου, τό, [from κατοικέω
a dwelling-place, abode, NTest.

Chinese

原文音譯:katoikht»rion 卡特-哀咳帖里按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-家(處) 相當於: (מֹושָׁב‎) (מְעֹנָה‎)
字義溯源:住處,居所;源自(κατοικέω / κατοικίζω)=定居);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
出現次數:總共(2);弗(1);啓(1)
譯字彙編
1) 住處(1) 啓18:2;
2) 居所(1) 弗2:22