ἐνακούω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
A hear, LXX Na.1.12 (Pass.); obey, 1 Es.4.10, Vett.Val 42.7 (Pass.), POxy.120.4(iv A.D.); listen to, c. gen.rei, S.El.81. II take in sounds, be sensitive to, ἰαχῆς Hp.Cord.8, cf.Liqu.2: metaph., ἐ. τῆς ξυμφορῆς to be affected by it, Id.Art.53; ἐνακούει ἐμβαλλόμενα, of dislocations, they obey the surgeon's hand, i.e. are set, Id.Fract.40; ἐ. ἰητρείης yield to treatment, Id.Art.62.
German (Pape)
[Seite 826] (s. ἀκούω), 1) darin-, anhören, τινός, Soph. El. 80 u. Sp. – 2) gehorchen, nachgeben, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰκούω: μέλλ. -σομαι, εἰσδέχομαι ἤχους, ἀκούω ἐντός, μετὰ γεν., ταῦτα γὰρ οὐκ ἐνακούουσιν ἰαχῆς Ἱππ. 269, 27, πρβλ. 425. 52, κτλ.˙ μεταφ., ἐνακ. τῆς ξυμφορῆς, αἴσθησιν ἔχειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 821˙ ἐνακούει ἐμβαλλόμενα, ἐπὶ ἐξαρθρώσεων, ὑπακούω εἰς τὴν χεῖρα τοῦ χειρουργοῦ, τοποθετοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Ἀγμῶν 776˙ ἐν ἰητρείης ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 828. - Ἐν Σοφ. Ἠλέκ. 81 τὸ τῶν χειρογρ. κἀνακούσωμεν τινὲς θέλουσιν αὐτὸ ἐκ ῥήματος ἀνακούω· ἀλλὰ τοιοῦτον δὲν ὑπάρχει· ὥστε εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς πρέπει νὰ προῆλθεν ἐκ τοῦ ἐνακούω. Ἡ τοῦ Ναυκίου διόρθωσις: κἀπακούσωμεν εἶναι ἐπιτυχὴς καὶ παρεδέξαντο αὐτὴν ἐκ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν ὁ Weclein, Bellermann, A. Michaelis καὶ ὁ σοφὸς ἐκδότης τοῦ Σοφοκλέους Jebb.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνακούσομαι;
écouter, entendre, gén..
Étymologie: ἐν, ἀκούω.
Spanish (DGE)
1 escuchar, oír, percibir el sonido c. gen. γόων S.El.81, ἰαχῆς Hp.Cord.8, τῆς καθολικῆς ... ἁρμονίας Iambl.VP 65, en v. pas. ἡ ἀκοή σου οὐκ ἐνακουσθήσεται LXX Na.1.13
•abs. escuchar, prestar atención, hacer caso, POxy.120.re.4 (III d.C.).
2 obedecer c. dat. τῷ αὐτῷ ἡγουμένῳ PMich.244.15 (I d.C.), abs. πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἐνακούουσιν LXX 1Es.4.10, cf. PKöln 272.4 (III a.C.), en v. pas. κελεύοντες καὶ ἐνακουόμενοι dando órdenes y siendo obedecidos Vett.Val.41.16
•fig., ref. potencias del alma (τὸ αἰσθητικόν) οὐκ ἐνακούει τῷ λόγῳ ἐν τῷ νομίζειν ... (la percepción) no obedece a la razón al creer que ... Phlp.in de An.574.16, en v. pas., Phlp.in de An.579.7.
3 medic. responder a, reaccionar ante, verse afectado por c. gen. ὥστε ταχέως (ἄκρεα) ἐνακούειν πολλῶν de modo que (las extremidades) responden rápidamente ante muchas cosas Hp.Liqu.2, cf. Art.62, ὁ ... πῆχυς ... οὐχ ὁμοίως ἐνακούει τῆς συμφορῆς el codo no se ve afectado por la lesión del mismo modo Hp.Art.53, c. constr. prep. ἢν μὴ πρὸς ταύτην τὴν διαίτην ἐνακούωσι Hp.Mul.1.11, c. part. pred. ἐνακούει δὲ οὐ βραδέως ἐμβαλλόμενα τὰ τοιαῦτα ὀλισθήματα tales dislocaciones responden con rapidez a la reducción Hp.Fract.40.
Greek Monolingual
ἐνακούω (Α)
1. ακούω
2. δέχομαι μέσα μου ήχους, είμαι ευαίσθητος, δεκτικός σε κάτι («ταῡτα γὰρ οὐκ ἐνακούουσι ἰαχῆς», Ιπποκρ.)
3. ιατρ. δέχομαι την επίδραση
4. υπακούω, πείθομαι
5. μτφ. ενδίδω, υποχωρώ.
Greek Monotonic
ἐνᾰκούω: μέλ. -σομαι, εισακούω, ακούω προσεκτικά κάτι, υπακούω, ενδίδω, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰκούω: вслушиваться, прислушиваться (γόων Soph.).