ἡγεμονικός

From LSJ
Revision as of 23:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεμονικός Medium diacritics: ἡγεμονικός Low diacritics: ηγεμονικός Capitals: ΗΓΕΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: hēgemonikós Transliteration B: hēgemonikos Transliteration C: igemonikos Beta Code: h(gemoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for a leader, ready to lead or guide, πρός τι X.Mem.2.3.14 (Comp.); πρὸς τὰ πονηρά Id.Cyr.2.2.25; κλῆμα -ώτατον τῆς ἀμπέλου Gp.4.13.4; ἡ. τόπος vital spot, Vett.Val.38.13.    II capable of command, authoritative, ψυχὴ ἐν τοῖς ἥλιξι ἡ. X.Smp.8.16; ἡ. φύσις Philol.11; ἡ. τὴν φύσιν Pl.Phdr.252e; ἡ. τέχναι Id.Phlb.55d; οἱ κατ' ἀρετὴν ἡ. πρὸς πολιτικὴν ἀρχήν Arist.Pol.1288a12; τὸ ἄρρεν . . τοῦ θήλεος -ώτερον ib.1259b2; -ωτάτη [ἐπιστήμη] Id.Metaph.996b10; ἡ. καὶ πολιτικὸς βίος (sc. τῆς πόλεως) Id.Pol.1327b5; ζῴδια viz. Aries, Leo, Sagittarius, Cat.Cod.Astr.1.165, Ptol.Tetr.34; ἡγεμονικόν, authoritative, of knowledge, Pl.Prt.352b; τὸ ἡγεμονικόν the authoritative part of the soul (reason), esp. in Stoic philosophy, Zeno Stoic.1.39, etc.; but also, the governing part of the universe, of the aether or sun, Chrysipp.Stoic.2.186,192, Cleanth.ib.1.112. Adv. -κῶς like a leader, opp. δεσποτικῶς, Arist.Fr.658; ἡ. καὶ βασιλικῶς Plb.2.64.6, cf. Procl.in Alc.p.52C.: Comp. -ώτερον more like an Emperor, J.AJ19.4.2.    2 = Lat. consularis, Plu.Pomp.26.    3 of or belonging to the prefect of Egypt, ὑπηρέτης CPR18.35 (ii A.D.); πλοῖα POxy.2116.1 (iii A.D.).    4 -κά, τά, payment to a ἡγεμών, ἐδίδοτο Κλέωνι ἐν 'Αλεξανδρείᾳ ἡ… καὶ σῖτος ἀκόλουθος PLond.ined. 2089 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἡγεμόνα, ἕτοιμος, ἐπιτήδειος πρὸς ὁδηγίαν, πρὸς τι Ξεν. Ἀπομν. 2. 3. 14· πρὸς τὰ πονηρὰ ὁ αὐτ. Κύρ. 2. 2, 25. ΙΙ. ἱκανὸς νὰ διοικήσῃ, κυβερνητικός, ἀρχικός, Λατ. princeps, ψυχὴ ἐν τοῖς ἥλιξι ἡγ. ὁ αὐτ. Συμπ. 8, 16· ἡγ. φύσις Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 8· ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν Πλάτ. Φαίδρ. 252Ε· ἡγ. τέχνη ὁ αὐτ. Φιλήβ. 55D· οἱ κατ’ ἀρετὴν ἡγ. Ἀριστ. Πολ. 3, 17, 4· τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον αὐτόθι 1. 12, 1· ἡγ. καὶ πολιτικὸς βίος αὐτόθι 7. 6, 7· -ἡγεμονικόν, κυβερνητική, ἡγεμονικὴ ἀρχή, Πλάτ. Πρωτ. 352Β· τὸ ἡγεμονικόν, τὸ κυβερνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς (ὁ νοῦς, τὸ λογικόν), Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 159, πρβλ. Πλούτ. 2. 898F, πρβλ. Cic. N. D. 2. 11. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ἡγεμόνος, στρατηγοῦ, στρατηγικῶς, ἀντίθετον δεσποτικῶς, Ἀριστ. Πολ. Ἀποσπ. 81. 2) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Consularis, Πλούτ. Πομπ. 26.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 propre à diriger, à conduire ; τὸ ἡγεμονικόν PLUT la partie dirigeante de l’âme, la faculté directrice ou maîtresse, la raison;
2 propre à commander ; qui concerne le chef;
Cp. ἡγεμονικώτερος, Sp. ἡγεμονικώτατος.
Étymologie: ἡγεμών.

Greek Monotonic

ἡγεμονικός: -ή, -όν,
I. ο κατάλληλος να προηγείται ή να οδηγεί, σε Ξεν.
II. 1. ο ικανός να διοικεί, ο κυβερνητικός, ο αρχηγικός, στον ίδ. κ.λπ.
2. χρησιμ. ως μετάφραση του Ρωμ. Consularis, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἡγεμονικός:
1) способный (при)вести, могущий направить (πρὸς τὴν φιλίαν, πρὸς τὰ πονηρά Xen.);
2) способный руководить, умеющий управлять (φύσις τινός Plat.; ἀνήρ Xen., Plut.);
3) пользующийся авторитетом (ἐν τοῖς ἥλιξι Xen.);
4) руководящий, ведущий (τέχναι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; τάξις Plut.);
5) (= лат. imperatorius) имеющий опыт или звание военачальника (ἡγεμονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ ἄνδρες Plut. - ср. 2).

Middle Liddell

ἡγεμονικός, ή, όν
I. ready to lead or guide, Xen.
II. fit to command, authoritative, leading, Xen., etc.
2. = Rom. Consularis, Plut.