ἱερόσυλος

From LSJ
Revision as of 23:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόσῡλος Medium diacritics: ἱερόσυλος Low diacritics: ιερόσυλος Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΟΣ
Transliteration A: hierósylos Transliteration B: hierosylos Transliteration C: ierosylos Beta Code: i(ero/sulos

English (LSJ)

ὁ, (proparox.)    A temple-robber, or generally, sacrilegious person, Ar.Pl.30, Lys.30.21, Pl.R.344b, Men.Epit. 560, etc.: fem., ib.504: ἱερόσυλε γραῦ ib.524: neut. as Adj., ἱ. θηρία Id.Pk.176.    II of things, got by sacrilege, παροψίδες Eub.7.4.

German (Pape)

[Seite 1243] ὁ, Tempelräuber; Ar. Plut. 30; Lys. 30, 21; Dem. 24, 119 ff.; Xen. u. A. Bei Plat. Rep. I, 344 b neben ἀνδραποδισταί u. τοιχώρυχοι.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόσῡλος: ὁ, (συλάω) ὁ συλῶν ναόν, Λατ. sacrilegus, Ἀριστοφ. Πλ. 30, Λυσίας 185. 13, Πλάτ. Πολ. 344Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ λαμβανόμενον δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσύλοις καὶ πικραῖς παροψίσι Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui pille un sanctuaire, voleur sacrilège.
Étymologie: ἱερός, συλέω.

English (Strong)

from ἱερόν and συλάω; a temple-despoiler: robber of churches.

English (Thayer)

ἱερόσυλον (from ἱερόν and συλάω), guilty of sacrilege: A. V. robbers of temples; cf. Lightfoot in The Contemp. Rev. for 1878, p. 294 f). (Aristophanes, Xenophon, Plato, Polybius, Diodorus, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερόσυλος, -ον)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη
αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης
νεοελλ.
ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που προέρχεται από ιεροσυλία.
επίρρ...
ιεροσύλως
με ιερόσυλο τρόπο, με βέβηλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -συλος (< συλώ), πρβλ. ά-συλος, πρό-συλος].

Greek Monotonic

ἱερόσῡλος: ὁ (συλάω), αυτός που βεβηλώνει το ναό, ιερόσυλος, Λατ. sacrilegus, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόσῡλος: ὁ, ἡ грабитель храмов, святотатец Arph., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.

Middle Liddell

ἱερό-σῡλος, ὁ, συλάω
a temple-robber, sacrilegious person, Lat. sacrilegus, Ar., Plat.

Chinese

原文音譯:ƒerÒsuloj 希誒羅-需羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:聖的-扣留(者)
字義溯源:殿宇掠奪者,盜竊聖物的,偷竊廟物;由(ἱερόν)=聖殿)與(συλάω)=掠奪)組成;其中 (ἱερόν)出自(ἱερός)*=聖的),而 (συλάω)出自(συλλυπέω)X*=剝奪)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他們⋯偷竊廟中之物(1) 徒19:37

English (Woodhouse)

sacrilegious man

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)